Το ψωμωμένο σώμα με πήρε από το χέρι, το δασκάλευα, το παρηγορούσα, του έλεγα νανουρίσματα, περπατούσαμε αργά, διασχίζαμε το νεκροταφείο απέναντι από τον ναό, περάσαμε μπροστά από το μοναστήρι του πάτερ Βησσαρίων, πήγαμε στο σπίτι του, η μάνα του γονάτισε και έκλαψε, μια πόρτα μισάνοιξε, το ψωμωμένο σώμα κάλεσε την αδερφή του, ήταν η αδερφή του, μια λαμπάδα ολόξανθη, ένας ήλιος μέσα στη νύχτα, το φως λίγο σ’ εκείνο το σπίτι, η αστραπή της ομορφιάς στα μάτια μου, ήρθαν τα ποτά, οι γυναίκες κλείστηκαν στην κουζίνα, άρχισαν να φέρνουν τα φαγώσιμα, τρώγαμε, πίναμε, η αδελφή, τρώγαμε, πίναμε, η μάνα, τρώγαμε, πίναμε, η αδελφή, η αδελφή, το χνώτο της
θόλωνε την ατμόσφαιρα και ασταμάτητα έφτιαχνε υδρατμούς, ήμαστε πάνω από τα σύννεφα, άνοιξε η πόρτα, ήταν οι τραγουδιστές, ο Χάμλετ Γκονασβίλι και η παρέα του, η αδελφή του, Tsinskaro, η αδελφή του, Kalospiruli, η αδελφή του, Letim gurgis sadgegrdzelo, Zgvis peri gavus trabeli, η αδελφή του, προσκυνώ. Tότε έγινε διακοπή ρεύματος, τότε άναψαν όλες οι λαμπάδες που είχαμε στις τσέπες μας, η αδελφή του σε εκείνο το φως, τότε ο Βάνο κρατούσε το πιστόλι του, δεν ξέρεις από πού έρχεται το σκοτάδι, αν είναι φυσικό ή φτιαχτό, ας φυλαγόμαστε λοιπόν, «πώς τη λένε;» ρώτησα, το πιστόλι με τον κόκορα όρθιο, «πού είναι το δικό σου πιστόλι;» με ρώτησε ο Βάνο, «εγώ δεν έχω δικό μου πιστόλι», απάντησα, «έχω το δικό σου», «τη λένε Μίκα».
Φίλιππος Δρακονταειδής, Με μια λαμπάδα από τη συλλογή Κρεμάστρα, σελ. 19-20, Εκδόσεις Τόπος, 2010
Πίνακας: Konstantin Kacev