RSS

George Le Nonce, Λιμουζίνα

20 Oct

Μᾶλλον λιμουζίνα ἦταν, ἂν κρίνω ἀπὸ τὸ ἀπίστευτα εὐρύχωρο πίσω κάθισμα καὶ τὸ φιμὲ τζάμι ποὺ μᾶς χώριζε ἀπὸ τὸν ὁδηγό. Ἡ Γκλόρια ἔπινε κρασί, γελοῦσε καὶ ἀπολάμβανε τὴν πολυτέλεια, παρὰ τὸν προορισμό μας, ἐνῶ ὁ φίλος της, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ποτὲ δὲν κατάφερα νὰ θυμηθῶ, φαινόταν μᾶλλον συγκρατημένος, ἴσως καὶ λίγο ἀνήσυχος, σὰν νὰ βρισκόμασταν κατὰ λάθος ἐκεῖ, καὶ κοιτοῦσε διαρκῶς τὸν αὐχένα τοῦ ὁδηγοῦ ἀγέλαστος καὶ μὲ καχυποψία.

«Ἠρέμησε, ἀγόρι μου, ὅλα θὰ πᾶνε καλά, σὲ λίγο θὰ φτάσουμε, καὶ ἐγὼ αἰσθάνομαι κάπως ἄβολα ἐδῶ μέσα, ἀλλὰ τί νὰ κάνουμε» τοῦ εἶπα κι αὐτὸς γούρλωσε τὰ μάτια του καὶ φώναξε «ἡ Γκλόρια, ἡ Γκλόρια!» Τότε τὴν εἶδα, εἶχε σωριαστεῖ στὸ δάπεδο, πήγαμε νὰ τὴν σηκώσουμε ἀλλὰ ἦταν ἤδη βαριά, πολὺ βαριὰ καὶ κρύα, ὁ φίλος της ἔβαλε τὰ κλάματα, «θὰ συνέλθει» τοῦ εἶπα «εἶναι ἀπὸ τὸ πολὺ ποτό», ἤξερα ὅμως ὅτι εἶχε πεθάνει, δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία γι᾽ αὐτό, ἂν μάλιστα δὲν τὴν εἶχα δεῖ νὰ χορεύει λίγα λεπτὰ πρὶν θὰ ὑπέθετα πὼς εἶχε πεθάνει ὧρες, διότι ἡ ἀκαμψία εἶχε προφανῶς προχωρήσει.
nekri-phisi

Φυσικά, ὁ φίλος της δὲν ἠρέμησε. Συνέχισε νὰ κλαίει, ἔπεσε πάνω της, τὴν φίλησε, ὀδυρόταν πλέον, δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω, ὁ ὁδηγὸς συνέχιζε σὰν νὰ μὴν ἀντιλαμβανόταν ἢ νὰ μὴν τὸν ἐνδιέφερε τί συνέβαινε στὸ πίσω κάθισμα, ὁ φίλος τῆς Γκλόριας φώναζε «δὲν μπορεῖ νὰ ἀνασάνει, δὲν μπορεῖ νὰ ἀνασάνει», τῆς ἔβγαλε τὰ ροῦχα, τὸ σῶμα της ἦταν γκρίζο καὶ στεγνό, τὸ δέρμα της σκασμένο σὲ διάφορα σημεῖα, ὁ ποῦτσος της ἔμοιαζε μὲ γλυπτὸ ἀπὸ στάχτη, ἤξερα πὼς μόλις ὁ φίλος της πάει νὰ τὸν ἀγγίξει θὰ διαλυθεῖ, καὶ πράγματι διαλύθηκε.
Ὁ φίλος τῆς Γκλόριας σώπασε, τὸ πρόσωπό του σκλήρυνε, μοῦ ζήτησε λεφτά, ἔπρεπε νὰ μαζέψει λεφτὰ γιὰ τὴν κηδεία, ἔβγαλα ὅ,τι χαρτονομίσματα εἶχα στὸ πορτοφόλι μου, δὲν ἦσαν πολλά, δὲν μὲ ἔνοιαξε ὅτι δὲν μοῦ μένανε οὔτε γιὰ τὰ τσιγάρα τοῦ ὑπόλοιπου μήνα, εἴχαμε φτάσει πιὰ στὴν περιοχὴ τοῦ νεκροταφείου, χτύπησα μὲ μπουνιὲς τὸ γυάλινο χώρισμα, ὁ ὁδηγὸς φοβήθηκε, σταμάτησε τὸ αὐτοκίνητο, κατέβηκα, ἔφυγα τρέχοντας, δὲν ἤθελα νὰ ξαναδῶ τὸ σῶμα τῆς Γκλόριας, δὲν ἤθελα νὰ ξαναδῶ τὸ φίλο της, σὲ νεκροφόρα ἀποφάσισα ὅτι δὲν θὰ ξαναέμπαινα οὔτε πεθαμένος._

George Le Nonce, Λιμουζίνα, από τη συλλογή Νεκρή φύση, Bibliothèque 2016

Photo: Josef Sudek

.

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

 
%d bloggers like this: