To φορτηγό προχωράει αγκομαχώντας βαθιά μες στην καρδιά του Μεξικού, μετά τη Ματεχουάα και το Σαν Λούις Ποτόσι, όπου πιο πράσινα τοπία συγχωνεύονται με τον πονοκέφαλό μου από τα ξίδια για να υφάνουν παγωμένα όνειρα, με τη χώρα μου και την Τέιλορ. Προσπαθώ να παραμερίσω τα μεταξωτά νήματα, τις σάρκες των πλοκαμιών που σφαδάζουν, που πετάνε μοβ και κόκκινες λάμψεις, που ξεφυσάνε έντονες μυρωδιές και μέλι, για να μπορέσω να αερίσω τις μουχλιασμένες σκέψεις, τις σκέψεις με τη μυρωδιά της λεβάντας που μου ’ρχονται κάθε μέρα για νεκρούς. Σκέψεις τόσο συνταρακτικές που δεν ανατριχιάζεις καν, σκέψεις που απλώς κάθονται ήσυχα εκεί, που έρχονται για να μείνουν παντοτινά, σαν φραμπαλάδες στο σατέν του φέρετρού σου. Οι σκέψεις συνδυάζονται με την ανάβασή μας στο Μέξικο Σίτι και φέρνουν ηχητικά αποσπάσματα από όλους όσους ξέρω, να κλαίνε πίσω από τις σήτες τους, «Συντετριμμένοι, συντετριμμένοι, συντετριμμένοι, οι βραδινές ειδήσεις, οι θλιβερές ειδήηησεις, η θηλιά σφίιιιιγγει…», ώσπου μες στο μυαλό μου με κυνηγάει με ουρανούς ανταριασμένης χολής μια μαύρη και σαπισμένη δίνη που διατρέχει ολόκληρες πολιτείες, ολόκληρες γαμοχώρες, μόνο και μόνο για να με σκίσει, να με ξεκοιλιάσει και να ποδοπατήσει τα παλλόμενα άντερά μου με μπότες και σπιρούνια, λες κι είναι τίποτα μικροί κροταλίες, «Θα σας λιώσω! Γκνταπ! Σκισ’ τον αυτόν τον καριόλη, ακόμα σαλεύει!»