RSS

Nίκος Σταμπάκης, Οι αναπόφευκτοι

02 May

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Για μερικά δευτερόλεπτα περιεργάσθηκε τους δυσδιάκριτους χαραχτήρες στον πίνακα, αλλά στη συνέχεια έκαμε τη σκέψη πως το αυθεντικό στίγμα μιας τάξεως δίνεται από τα ορνιθοσκαλίσματα των μαθητών στα θρανία. Ήταν λοιπόν έτοιμος να ξεκινήσει την “έρευνα”. Όταν άξαφνα αντιμετώπισε την πιθανότητα να μην είναι εντελώς μόνος του εκεί μέσα: ήταν αλήθεια πως δεν είχε κοιτάξει διόλου γύρω από τη στιγμή της εισόδου του, και τώρα αίφνης αισθανόταν μιαν ανεξήγητη παρουσία στον αέρα. Αργά αλλ’ αποφασιστικά ανεσήκωσε το κεφάλι του και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί γύρω: στην αρχή οι φόβοι του έμοιαζαν αβάσιμοι, ωστόσο —μ’ ένα ανεπαίσθητο πετάρισμα των βλεφάρων— ενετόπισε στο έβδομο θρανίο της τελευταίας σειράς ένα στρουμπουλό κοκκινομάλλικο αγόρι με στρογγυλά γυαλιά και λίγο χνούδι κάτω από το προγούλι του.

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΚοιτώντας προς τα κάτω —σαν για ν’ αποφύγει το βλέμμα του εμφανώς “τιμωρημένου” μαθητή— διάβασε γραμμένη με κόκκινο μελάνι τη φράση Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ, ΒΡΕ ΧΑΖΟΥΛΗ. Αισθάνθηκε ν’ ανατριχιάζει εκ νέου. Του φαινόταν ότι τόσον αυτή η φράση όσο και το κοκκινομάλλικο αγόρι τού είχαν κάμει γνωστή την παρουσία τους στο παρελθόν. Επίσης έτεινε να θυμηθεί άμορφους ιριδισμούς και καμπύλες ραμμένες πάνω σ’ ένα μαξιλάρι, καμπύλες που πήγαιναν να γίνουν ευθείες, που διασταυρώνονταν, σαν γραμμές ζωών που τις βάραινε μια κοινή όσο κι αποκρουστική μοίρα, ζωών που το νήμα τους επρόκειτο να κοπεί σύντομα, θεαματικά και απότομα, ζωών που ανάμεσά τους μπορούσε να διακρίνει τη δική του.
Έξαλλος, κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, αναποδογυρίζοντας τα θρανία που ξεφύτρωναν στο διάβα του. Η αυλή ήταν λουσμένη μ’ ένα άσπιλο πάλλευκο φως, μες στ’ οποίο έπλεε μάλλον παρά βάδιζε η αγαπημένη του, ξανθή και ντυμένη το νυφικό της φόρεμα, πλαισιωμένη από εξαίσια φλαμίγκο. Μόνον ο ίδιος ήξευρε πως τα πουλιά εκείνα ήσαν φαρμακερά. Κι ενώ οι κάλαθοι του μπάσκετ είχαν αντικατασταθεί από κάμερες και προβολείς, η Άρχτος έμοιαζε να κατέρχεται προς το μέρος του, σαν ανάλγητο λάσσο.
«Άρκτος… Αρκτούρος…» ψιθύρισε. «Ο Λευκός Θάνατος!»
Στο ξύπνημα ήταν κάθιδρως.

Nίκος Σταμπάκης, Οι αναπόφευκτοι, σελ. 126-127, Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2011 

Φωτό: Sarachmet

.

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

 
%d bloggers like this: