.
Στάχτη και χωνεμένα κόκαλα
στην πυροστιά της σπηλιάς•
ασπρίζουν δίπλα στις μαυρισμένες πέτρες.
Εδώ άστραψαν κάποτε δαδιά και κάμες
και μισοτελειωμένα θούρια.
Χαλκοπράσινη μούχλα πάνω στα
τρύπια τσίγκινα πιάτα του δείπνου•
μετράς-ξαναμετράς, δεν βγαίνουν δώδεκα.
Λάβετε, φάγετε.
Πριν φύγεις, με τις σταγόνες του σταλαχτίτη
θα νίψεις τα χέρια σου.
Βγαίνοντας έξω φρέσκος αέρας σε χτυπάει καταπρόσωπο
–μια μυρωδιά από πεινασμένο αγρίμι
και καψαλισμένα στάχυα.
Τη στάχτη θα την πάρεις βέβαια μαζί σου.
Όμως για δες πώς έτσι και κάνεις
να σκορπίσεις την τέφρα στον άνεμο,
τα χέρια κάνουνε τις κινήσεις της δωρεάς.
Γιώργος Γεωργούσης, από τη συλλογή Παλινωδία, ΧΙΙΙ, 1989 (Ελληνομουσείον, ανθολόγηση: Γιώργος Κ. Μύαρης
Πίνακας: αγνώστου Φλαμανδού ζωγράφου, από το διαδίκτυο
.