Η κωμόπολη ήταν μικρή, χειρότερη και από χωριό. Ζούσαν σε αυτήν σχεδόν αποκλειστικά γέροι, οι οποίοι πέθαιναν τόσο σπάνια, ώστε καταντούσε ενοχλητικό. Το νοσοκομείο και οι φυλακές χρειάζονταν ελάχιστα φέρετρα. Με άλλα λόγια, οι δουλειές πήγαιναν χάλια. Αν ο Γιακόβ Ιβάνοφ ήταν φερετροποιός σε κάποια μεγάλη πόλη του κυβερνείου, τότε ίσως και να είχε δικό του σπίτι και να τον φώναζαν Γιακόβ Ματβέιτς. Εδώ όμως, σε αυτή την πολιτειούλα, τον φώναζαν απλώς Γιακόβ, ενώ το παρατσούκλι του για κάποιο λόγο ήταν «Μπρούντζος». Ζούσε πάντως φτωχά, σαν απλός μουζίκος, σε μια μικρή, παλιά ίζμπα με ένα και μόνο δωμάτιο, όπου στριμώχνονταν αυτός, η Μάρφα, η σόμπα, ένα διπλό κρεβάτι, τα φέρετρα, ο πάγκος της δουλειάς του και όλο το νοικοκυριό.
Ο Γιακόβ έφτιαχνε ωραία φέρετρα, ανθεκτικά. Για τους μουζίκους και τους μικροαστούς τα έφτιαχνε στα δικά του μέτρα και δεν έπεφτε ποτέ έξω, μια και ψηλότερο και δυνατότερο άνθρωπο από αυτόν δεν θα έβρισκες πουθενά, ούτε καν στη φυλακή – κι αυτό, παρόλο που είχε κλείσει τα εβδομήντα. Για τους ευγενείς πάλι και για τις γυναίκες, έπαιρνε μέτρα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτόν το σκοπό έναν σιδερένιο πήχη. Παραγγελίες για παιδικά φερετράκια δεχόταν με μεγάλη δυσφορία και τα έφτιαχνε κατευθείαν, χωρίς να πάρει μέτρα, με απέχθεια, ενώ κάθε φορά που έπαιρνε λεφτά για τη συγκεκριμένη δουλειά, έλεγε: – Oμολογώ πως δεν μου αρέσει να πληρώνομαι για κουραφέξαλα. (…)
Το πρωί σηκώθηκε με κόπο και πήγε στο νοσοκομείο. Ο ίδιος νοσηλευτής, ο Μαξίμ Νικολάιτς, του είπε να βάλει στο κεφάλι μια κρύα κομπρέσα και του έδωσε ένα φάρμακο σε σκόνη. Από την έκφραση του προσώπου του και από τον τόνο της φωνής του, ο Γιακόβ κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν άσχημα και πως κανένα φάρμακο δεν θα βοηθούσε. Στο δρόμο για το σπίτι, σκεφτόταν πως ο θάνατός του θα είχε ένα μόνο όφελος: Δεν θα χρειαζόταν ούτε να τρώει ούτε να πίνει ούτε να πληρώνει φόρους ούτε να προσβάλλει τον κόσμο. Και μιας και οι άνθρωποι δεν μένουν στον τάφο ένα παρά εκατό και χίλια χρόνια, τα κέρδη, αν τα υπολογίσεις, είναι τεράστια. Η ζωή του ανθρώπου είναι μόνο ζημίες, ενώ ο θάνατος κέρδη. Αυτή η σκέψη, φυσικά, είναι σωστή, παρ’ όλα αυτά στενάχωρη και πικρή: Γιατί να υπάρχει στον κόσμο αυτή η παράξενη τάξη πραγμάτων, στην οποία η ζωή που δίνεται στον άνθρωπο μόνο μια φορά, περνάει έτσι άδικα, χωρίς κέρδος;
Άντον Τσέχοφ, Το βιολί του Ρότσιλντ, σελ. 7-8 και 21-22, μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Εκδόσεις Άγρα, Σειρά: Ο άτακτος λαγός, 2015
Artwork: Vladmir Fedotko
.
.
vequinox
31/12/2015 at 07:10
Reblogged this on Manolis.