.
Θαμπώνει κάποτε η οργή στα μάτια
και τον καιρό
βαριά τον ανασαίνεις
με τα ρουθούνια της μουστάρδας.
Λες είναι νύχτα• νίλα είναι.
Γιατί τον ήλιο άναψες πάλι από το φίλτρο
κι αν κάτι λάμψει
πάει να ξημερώσει
κι ήταν αστραπή.
Έχεις όμως στο μεταξύ στους δρόμους ξεχυθεί
και τρέχεις
στην πόλη αυτή που τη μαστίζουν τα τσογλάνια
να πεις για το φιστίκι
για τα δυο του τσόφλια
τη μέρα και τη νύχτα
και πώς να πεις
για τη μερόνυχτη την ψίχα
που μαραζώνει στα στενά
και δεν μιλιέται.
Τρέχεις
ενώ στα πόδια σου φυτρώσανε βατραχοπέδιλα
είσαι γελοίος γελοίος
μια ξωτικιά πιτζάμα μες στη νύχτα ή μάλλον
κίτρινο τρόλεϊ λίγο πριν σκολάσει
που βραχυκυκλωθήκανε τ’ αυτιά του στα ύψη
και τα ’χει πάρει τώρα ο διάολος κι ο χορός.
Τραντάζεσαι όλος
από ψηλά σκορπώντας
λάμψεις-λάμψεις
το θάνατο.
Γιάννης Βαρβέρης, Tώρα που η πόλη γέμισε τσογλάνια, από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου, Ποιήματα, τόμος Α′, Εκδόσεις Κέδρος, 2008
Φωτό: Iφιγένεια Σιαφάκα, επεξεργασία Vincent Lempereur, Παρίσι 2012
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΩΤΕΙΝΟΥ
13/12/2015 at 07:51
Reblogged this on agelikifotinou.
vequinox
15/12/2015 at 23:45
Reblogged this on vequinox.