Είναι σαν να πήρα τη θέση σου, σαν να έζησα εγώ, για να πεθάνεις εσύ.
Ελπίζω να ζεις, Εμζάρα μου, ο Θεός να είδε πόσο ενάρετη είσαι και να μας λυπήθηκε όλους και ειδικά εσένα. Να ψήλωσε το δέντρο σου, τόσο που να έφτασε στον ουρανό και η βροχή να κύλησε πάνω σου και να σε έκανε άφθαρτη και λαμπερή. Και να αναδύθηκες μέσα από τα πέπλα σου καινούργια. Είμαι αποφασισμένη να μιλήσω για σένα με τον Νώε απόψε, όταν θα έρθει η ώρα για το ιερό μας έργο, για τη γονιμοποίηση.
Είσαι το ιερό μου δοχείο, μου λέει ο Νώε και θέλει να του κάνω διάφορα πράγματα εκεί κάτω. Μερικές φορές αηδιάζω, ο Θεός να με συγχωρήσει. Μια φορά δεν μπόρεσα να κρατηθώ κι έκανα εμετό στο κρεβάτι. Τότε ο Νώε με έπιασε από τα μαλλιά και με ανέβασε στο κατάστρωμα, πρώτα να πλυθείς ολόκληρη, μου είπε, στη βροχή και μετά να ξαναέρθεις στο κρεβάτι μας. Σήκωσε και την Αντατανέσε που είναι μικρότερη και την έβαλε να καθαρίσει το χώρο. Θα του μιλήσω όμως το βράδυ. Για σένα.
Εμζάρα, είναι αργά το βράδυ. Γλιστρώ κρυφά με έναν πάπυρο, ένα φτερό κοιμισμένου περιστεριού και ένα δοχείο με πορφυρή βαφή από τα λουλούδια, για να σου γράψω. Κάθομαι κοντά στη φωτιά, γράφω με το αμυδρό της φως, στο κέντρο της Κιβωτού. Απόψε ο Νώε ήταν πολύ καταδεκτικός μαζί μου. Πολύ στοργικός. Μου χάιδεψε το μάγουλο. Κάποια πράγματα είναι πολύ μεγάλα, μου λέει, για να χωρέσουν στο στενό μυαλό μιας γυναίκας. Αλλά θα προσπαθήσει να μου εξηγήσει.
Χλόη Κουτσουμπέλη, Το ιερό δοχείο, σελ. 15-16, Εκδόσεις Θίνες, 2015
Φωτό: Rita Bernsein
vequinox
24/12/2015 at 04:53
Reblogged this on vequinox.