Θυμάσαι τάχα, τρυφερή μου γκουβερνάντα, την κρυσταλλένια σφαίρα που αναποδογύριζες, τον ρευστό ακρυλικό κεραυνό σου, που, σαν την επανέφερες, θώπευε πολυδάχτυλος τα φαγωμένα τείχη των πυργίσκων;
Τι γιουρούσι μαγικό από παιδούλες γαλάζιες και πρασινωπές που αναβοσβήναν στ’ αψιδωτά παράθυρα! Τι αναστάτωση γλωσσών που τρεμοπαίζαν θολά στα κηροπήγια, ως τα πηγαινοφέρναν δουλικά με τα συρτά –θαρρούσα τ’ άκουγα– πασούμια!
Μου ’λεγες –κι η ανάσα σου μου λίγωνε τ’ αυτί– πως είναι αυτή μια βραδιά κρίσης, πως ο αφέντης λείπει και τ’ άλογα έχουν αφεθεί αμολητά, η πυργοδέσποινα σπαράζει κάτω απ’ τα ρουμπινένια της σεντόνια κι οι ιπποκόμοι βολοδέρνουν ψαύοντας τις κουρτίνες στις γωνιές, απ’ όπου ξεπροβάλλουν γάτοι φαλακροί, κι οι καμαριέρες τρίβουν μανιωδώς τις κλίμακες κοραλλιών και πυρακάνθων.
Το θυμάσαι, καλή μου γκουβερνάντα, που μου ιστορούσες για τις γυάλες με τις νεραϊδοχελώνες; Για το κρασί που είχε τη γεύση κερασιού και μαστίχας αργασμένης; Και, μολονότι πιότερο από καθετί ήθελα να πιω την κοκκινάδα από τον ώμο σου, ένιωθα, τάχα, το ζαχαρωτό μαστίγιο να κεντρίζει τα βαριά βόδια του αφρισμένου σάλιου.
Το θυμάσαι το θερμοκήπιο των δενδρυλλίων, φορτωμένα αειθαλείς πεταλούδες και ζαφειριών νεφώδη περιδέραια; Τις σκόρπιες φιλντισένιες γόβες στο αιματόστικτο βαμβάκι, που έσωναν ίσια εμπρός στου αχνιστού πηγαδιού το άτεγκτο στόμα;
Κι εμένα, που σε άκουγα, με θυμάσαι, γλυκιά μου γκουβερνάντα, βυθισμένο σε σκέψεις που άπτονταν των λόγων σου, θαρρούσες, όμως στ’ αλήθεια, ήσαν σκέτες έγνοιες μην σε χάσω;
Απόψε, στη διχάλα πάνω μιας βραδιάς, που έπνιξε το πένθος της μες σε βροχή από κεχριμπαρένια κιμωλία, το οκνό μου βήμα με έταξε στο φωτισμένο ακόμη κάστρο. Χαμογέλασα στους παπαγάλους-πυρσούς με το ένα μάτι κοιμισμένο, άνοιξα του ξυλένιου ελέφαντα τη σέλα κι ανέσυρα ένα διαβήτη από δάχτυλα αστερία, τον ξανάφησα κατόπι να τσουγκρίσει πάνω στα κέρματα, κοσμήματα, κόκαλα και κλειστών κουκουναριών κοντύλια της κρεμαστής κηρόχρωμης κοιλιάς, και μπήκα μες στην αίθουσα των καθρεπτών.
Κι όπως εκτείνονταν στο άπειρο τα είδωλα, έψαχνα τη μορφή σου σαν φεγγαραχτίδα που σφυρά στα κρόσσια του πολυελαίου, μα μοναχά η δική μου όψη μου επιστρεφόταν, ολοένα πιο δύστροπη, πιο θαμπή, πιο ασυμμάζευτη μες στο περίγραμμά της.
Κι ήμουν τόσο νεκρός κι ήταν η θύμησή μου τόσο ζυγιασμένη στα κλωνάρια του γέλιου σου κι είχα τόσο αργά καταλάβει το παιγνίδι σου, γητεύτρα γκουβερνάντα, που, ανάλλαχτη, θα με δείχνεις δίχως άλλο, τώρα δα, ποιος ξέρει σε ποιον νέο του αιώνα, αμούστακο, με τόση πια χλιδή στ’ άγουρα ρίγη του, τέτοια σβελτάδα στη χορδή των κραδασμών, που μόλις λίγο ατονεί, στο κάτω χείλος, εσύ του βάζεις πάνω εκεί το δάχτυλο, κι αμέσως το αποσύρεις.
Κι ήμουν τόσο νεκρός που μήτε λυπόμουν πια μήτε και ζήλευα, μόνον πλανιόμουν στις κενές ολόφωτες αίθουσες για να χαθώ στο βάθος, με χαμόγελο τόσο πιο σκοτεινό όσο έμενε –μένει– ανείδωτο.
Απόσπασμα από τη ρουλέτα των πόλων
(προδημοσίευση)
Πίνακες: Carl Vilhelm Holsøe
.
.
stelladou
11/10/2015 at 01:03
Δεν έχω λόγια… Ενα εκπληκτικής ομορφιάς κείμενο. Γλώσσα εύκαμπτη , εικόνοποιία..
Μαγικό!
Ιφιγένεια Σιαφάκα - Ifigeneia Siafaka
11/10/2015 at 01:04
Μεγάλη λογοτεχνία!
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος
13/10/2015 at 14:35
πράγματι μεγάλη λογοτεχνία!