Και ενώ οι περαστικοί μπούχτισαν το θέαμα –μερικοί είχαν βγάλει τα γάντια, η ζέστη τώρα ήταν έντονη–, συνέβη να ακουστούν, από το υπερώο της Βουλής, να ακουστούν κακαρίσματα, και ακολούθως παρουσιάστηκαν κότες. Η παρουσία και σίτιση κοτών στο ίδρυμα της Βουλής αποτελούσε αναφαίρετο προνόμιο των βουλευτών, είχε ανάγκη τα αυγά τους, είτε να τα ρουφάνε ωμά για την εναρκτήρια δημηγορία τους ή για διαπληκτισμούς σε debate. Και όταν έπαιρνε σύνταξη, κάθε βουλευτής αποσυρόταν με το προσωπικό του αυτοκίνητο, τον προσωπικό του χωροφύλακα, την προσωπική του σύνταξη και την προσωπική του κότα. Και οι κότες τώρα, όλες τους ασορτί στο χρώμα, μονόχρωμες, αρχίζουν να φτερακάνε αποφασισμένες, θιγμένες κυρίως. Πλην ορισμένες δεν είχαν το απαιτούμενο πτητικό ταλέντο και έπεσαν, ανάσκελα μάλιστα, με τα νύχια πεταγμένα έξω και συνωστίζονταν ανάμεσα στους πυρακτωμένους αλλά εξαερωμένους γνωστούς και «φίλους του κόμματος», μπουναμάδες και τέτοια, με τρόπο γενικά άγαρμπο, μερικές μάλιστα και ξεπουπουλιασμένες. Οι υπόλοιποι όμως, που είχαν ειδικευτεί σε πτήσεις, πετυχαίνουν να ξεφύγουν προς τα επουράνια, αποφεύγουν σύγκρουση με τα ουράνια σώματα (αυτό από καλή τους τύχη μόνο, δεν κατείχαν από αστροφυσική και βαρυτικές έλξεις) και προσγειώνονται τελικά στη στρατόσφαιρα, όπου και κούρνιασαν, αφού πρώτα δοκίμασαν να τους επιβάλουν έξωση κάποια άλλου είδους ιπτάμενα όντα, με άλλου είδους φτερά, έγχρωμα και ίσως λουστραρισμένα με λακ από κομμωτήριο. Τελικά όμως και τα δύο μέρη αποδέχτηκαν να συναγελάζονται. Προσωρινά, υπογράμμισαν τα άλλου είδους όντα. Οι κότες κοίταξαν κάτω, πλην μόνο ουράνια σώματα έβλεπαν. Πότε θα έρθει η παλινόρθωση να ξαναπάρουμε τη θέση που εκ του συντάγματος μάς ανήκει στη Βουλή, έλεγαν, και κατά βάθος εζήλευαν τα πολύ λουσάτα φτερά των συγκατοίκων τους.
Παύλος Μάτεσις, GRAFFITO, από το κεφάλαιο Και οι κότες σελ. 25-26, Καστανιώτης 2009