.
.
Πρωί Αυγούστου στο Όρος Πήλιον, κάθομαι και καπνίζω στο γραφείο της ωραίας Ελένης και κοιτάζω μια φωτογραφία του Έζρα Πάουντ. Έτοιμος για αποβίβαση από μια βενετσιάνικη γόνδολα, το αριστερό χέρι στην τσέπη για να πληρώσει τον γονδολιέρη. Ίσως. Ή να ψάχνει ένα κομμάτι κρέας για μια γάτα που αγάπησε στο Ραπάλο. Στο άλλο κρατάει το μπαστούνι του. Ή το δεκανίκι της δημοκρατίας που πρόδωσε η τοκογλυφία. Και σκέφτομαι πως σήμερα ίσως θα ήταν η κατάλληλη μέρα να σιωπάσω μέσα μου για πάντα. Συμβαίνει, μπορεί να συμβεί να σκεφτείς κάτι τέτοιο σαν βρίσκεσαι στο βουνό και όλα σωπαίνουν. Μπορείς επίσης να πεις πολλά για τους ανθρώπους, για τους κοινούς παρανομαστές της εποχής σου. Τα ίδια που έλεγε κι εκείνος στη δική του εποχή. Όταν κανένας δεν ακούει. Αν είχες το πρόσωπο που μειδιά χαιρέκακα με τις πληγές των ανθρώπων. Ή, τέλος πάντων, αν δεν το θεωρούσες αγένεια. Ότι η ποίηση δεν προσφέρει μια θέση θεσμική στον άνδρα. Πως είναι καιρός να σταματήσεις να αντιστέκεσαι στα ανδρείκελα. Πως τίποτε δεν έχεις πια να πεις μέσα από τον λόγο και την τέχνη. Πως δεν πρόλαβε να λειτουργήσει το μέσο και η φωνή σου δεν ακούστηκε από την αρχή, μόνο εσύ την άκουσες «αιώνες» αργότερα. Ναι. Να βγεις απ’ το δωμάτιο, όπως ο ποιητής, να κλάψεις γοερώς ακούγοντας της φωνής σου τον αντίλαλο μέσα από το θρόισμα των φύλλων του πλατάνου.
Πίνακας: Lea Wight
.