Ένιωσα τότε (στο όνειρό μου σίγουρα) το μουρμουρητό του ποταμού του Νεκρού Ινδιάνου, που περνά από το αγρόκτημά μας «Καπιτάν Όλμος», ξεσπά πάνω στα βράχια και χύνεται στο Ρίο Αρεσίφες. Εγώ ήμουν ξαπλωμένος στο λιβάδι, ένα καλοκαιρινό δειλινό, ακούγοντας από μακριά, σαν να ερχόταν από πάρα πολύ μακριά, τη φωνή της μητέρας μου, που, όπως συνήθιζε, ψιλοτραγουδούσε κάτι την ώρα που έκανε το μπάνιο της στο ποτάμι. Αυτό το τραγούδι που άκουγα τώρα έμοιαζε χαρούμενο στην αρχή, όμως στη συνέχεια γινόταν όλο και πιο αγχωτικό: ήθελα να το ακούσω, αλλά παρ’ όλη την προσπάθειά μου δεν τα κατάφερνα, κι έτσι το άγχος μου γινόταν όλο και πιο ανυπόφορο, επειδή πίστευα ότι τα λόγια του τραγουδιού είχαν αποφασιστική σημασία, σημασία ζωής ή θανάτου. Ξύπνησα ξεφωνίζοντας: «Δεν μπορώ να καταλάβω! Δεν μπορώ να καταλάβω!»
Όπως μας συμβαίνει συνήθως όταν ξυπνάμε από έναν εφιάλτη, επιχείρησα να συνειδητοποιήσω το μέρος όπου βρισκόμουν και την κατάστασή μου. Πολλές φορές, μεγάλος πια, μου συνέβαινε συχνά να νομίζω ότι ξυπνούσα στο παιδικό μου δωμάτιο, εκεί στο Καπιτάν Όλμος και χρειαζόταν να περάσουν μερικά ατέλειωτα φρικτά λεπτά, ώσπου ν’ ανασυστήσω την πραγματικότητα, το πραγματικό δωμάτιο όπου βρισκόμουν, την πραγματική εποχή: γαντζωνόμουν απ’ οτιδήποτε έβρισκα, όπως κάποιος που πνίγεται· όπως κάποιος που φοβάται μην τον παρασύρει πάλι το βίαιο και ζοφερό ποτάμι από το οποίο μόλις είχε αρχίσει να γλιτώνει καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες και έχοντας γαντζωθεί από τις όχθες της πραγματικότητας. Και τη στιγμή που η αγωνία ή ο αναστεναγμός εκείνου του τραγουδιού είχε φτάσει σε παροξυσμό, δοκίμασα ξανά εκείνη την περίεργη αίσθηση και αγωνίστηκα απελπισμένα να κρατηθώ στις παρυφές της πραγματικότητας όπου είχα ξυπνήσει. Μόνο που τη φορά αυτή η πραγματικότητα ήταν ακόμα χειρότερη, σαν να είχα ξυπνήσει από έναν εφιάλτη, έναν εφιάλτη όμως από την ανάποδη. Και οι κραυγές μου, ξαναγυρίζοντας σε μένα από την αντήχησή τους στο γιγάντιο θόλο της σπηλιάς, με φέρανε πίσω στην πραγματικότητα. Στο μέσο μιας εντελώς κενής και ολόμαυρης σιωπής (ο αναπτήρας μου είχε εξαφανιστεί στο νερό) αντιλαλούσαν μέχρι να σβήσουν στα σκοτεινά βάθη τα λόγια του παραμιλητού μου τη στιγμή που ξυπνούσα. Αφού χάθηκε στη σιωπή και ο τελευταίος αντίλαλος από τις κραυγές μου, έμεινα πολλή ώρα εκμηδενισμένος.
Μου φάνηκε τότε ότι είχα πλήρη συνείδηση της απόλυτης μοναξιάς μου και του σκοταδιού που με είχε ερμητικά τυλίξει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ή, για να το πω καλύτερα, μέχρι τη στιγμή που προηγήθηκε εκείνου του ονείρου της παιδικής μου ηλικίας, ζούσα στην παραζάλη της έρευνάς μου, νιώθοντας να είμαι στο έλεος μιας τρελής έλλειψης συνείδησης. Οι φόβοι και ο τρόμος που είχα νιώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν μπορέσει να με εξουσιάσουν. Ολόκληρο το είναι μου έμοιαζε να έχει εκτοξευτεί σε μια τρελή κούρσα προς την άβυσσο, που τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει. Μόνο τη στιγμή εκείνη, καθισμένος στη λάσπη, στο κέντρο μιας υπόγειας σπηλιάς που ούτε καν μπορούσα να υποψιαστώ τα όριά της, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, άρχισα να συνειδητοποιώ την απόλυτη και φρικτή μοναξιά μου. Λες και τα πάντα δεν ήταν παρά μια παραίσθηση, θυμόμουν τώρα τη φασαρία του πάνω κόσμου, το χαοτικό Μπουένος Άιρες των νευρόσπαστων κι όλα μου φαίνονταν σαν μια παιδική φαντασμαγορία, χωρίς βάρος και πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ήταν άλλη: αυτό που ζούσα τώρα. Ολομόναχος σ’ αυτή την κορυφή του σύμπαντος, ένιωθα, όπως ήδη έχω εξηγήσει, μεγαλειώδης και ασήμαντος. Αγνοώ πόσο χρόνο έμεινα σ’ εκείνη την κατάσταση κατάπληξης.
Ερνέστο Σάμπατο, Περί ηρώων και τάφων, σελ. 459-461, μτφρ.: Μανώλης Παπαδολαμπάκης, Eκδόσεις Εξάντας, 1986
Photo: Jerry Uelsmann
.
vequinox
07/02/2016 at 01:51
Reblogged this on vequinox.