Δεν σ’ ακούω; Α… αυτό. Έλεγαν πως η Κ. πριν πέσει στον ύπνο είχε πέσει στη θάλασσα. Και πριν πέσει στη θάλασσα; Ξέρω, αλλά δεν θα σου πω. Σε τούτο το σπίτι κι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Αν τελικά το μετάνιωσε; Πιθανόν. Γιατί το μετάνιωσε; Αυτό δεν το ξέρω. Μέσα της ήμουνα, μάντης όμως δεν ήμουν. Επειδή η θάλασσα εκείνη τη νύχτα ήτανε όπως μια λίμνη; Επειδή δεν ήτανε όπως μια λίμνη; Που άμα σε τραβήξει κάτω σε τράβηξε, κι άντε μετά ν’ ανεβείς; Μπορεί επειδή κρύωνε. Μπορεί επειδή της πονούσε η κοιλιά. Η Ου. πιστεύει πως εγώ έφταιγα. Επειδή όπως λέει την κλώτσαγα. Αλλά εγώ δεν θα κλώτσαγα ποτέ μιαν όπως η Κ. Γιατί ούτε σ’ εμένα αρέσει να με κλωτσάνε.
… εμένα μ’ αρέσει να κολυμπώ.
… η δικιά μου κοιλιά δεν θέλω να ανοίξει.
… Ούτε σαν καρπούζι, ούτε σαν καρύδι, ούτε σαν μιμόζα.
… η δική μου κοιλιά θέλω να μείνει στη θέση της.
Γίνεται;
… εγώ, και λαβωμένη ακόμα να κολυμπάω.
Στα ρηχά.
Στα βαθιά.
Στα κουτουρού.
… και από δυναμίτη χτυπημένη να κολυμπάω. Σαν ψάρι;… Εν ανάγκη σαν χέλι. Και σαν φελλός. Αλλά όχι. Ο φελλός δεν κολυμπά. Ο φελλός επιπλέει. Πάντως όχι να με κλωτσάνε. Κι αν θέλω εγώ να πνιγώ, να πνίγομαι.
Αν κάτι δεν μ’ άρεσε ήταν που η Κ. δεν μεγάλωνε. Μίκραινε. Πέντε χρόνια μετά, με την Κ. μου ακούνητη, είμαι κάπως σαν μαμά της μαμάς μου.
… Μας βλέπεις; Εγώ μαθήτρια. Που; Στο δημοτικό. Πώς το ξέρω; Φοράω ποδιά χρώματος μπλε. Για την ακρίβεια: μπλε του κοβάλτιου με κάτι πιτσίλες μοβί. Φοράω και στρογγυλό γιακαδάκι; Φοράω. Γαριασμένο και ελαφρώς προς το μπεζ.
Πώς;… Τι να σκέφτεται η Κ; …. Σκέφτεται; Ή απλώς κοιτά τον φακό; Πίσω της βλέπω ένα κάδρο. Αν υπολογίζω σωστά, εκείνη πρέπει να έχει μπει στα είκοσι δύο. Κι εγώ στην εποχή που εκτός από Σσστ… το σκασμό! (ενίοτε ψιτ και μωρή), κάποιοι έχουν αρχίσει να με φωνάζουν Σοφία.
Σοφία, έλα δω. Σοφία χάσου. Με περνούν για σοφό; Αμφιβάλλω. Για κείνους είμαι από χέρι ένα μμουγκγκοχχαζό. Κι ένα μμουγκοχχαζό σπάνια ανοίγει το στόμα για να μιλήσει. Κι όταν μμμμιλά, ρωτά πράγματα που μόνο ένα μμουγκγκοχχαζό ρωτάει. Σοφίααα; Από το ύφος τους, τον τρόπο που κουνούν το κεφάλι τους, νιώθω πως αναφέρονται σε κάτι άσχημο. Άσχημο που ταυτοχρόνως με αφορά. Είμαι όντως χαζό; Ποιο το νόημα του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού; Κουνάω κι εγώ το κεφάλι.
Σηκώνω ταυτόχρονα και τους ώμους;
Συνέχεια. Όπως περίπου κι αυτοί.
Ακαταπαύστως;
Ακαταπαύστως.
Για να τελειώσει πια όλο αυτό; Ναι, να τελειώσει. Και γιατί έτσι πιστεύω πως θα τους αναγκάσω να σταματήσουν; Ναι, σταματήσουν.
Σταματούν; Αυτή μου η προσπάθεια ακόμα περισσότερο τους εξοργίζει. Κι όταν θα με ρωτήσουν πού ήσουν ή γιατί άργησες, με το σώμα μου σε ταλάντωση θα ψάξω για το ψέμα που θέλω, αλλά δεν τολμώ να τους πω. Κι άρα; Άρα είμαι ένοχη για κάτι που αυτοί αγνοούν. Κάτι που μόνο εγώ γνωρίζω, και γι’ αυτό παριστάνω το ηλίθιο, και σαν ηλίθιο προσπαθώ να κρυφτώ.
Σσστ… σιωπή. Εν ολίγοις: Είμαι η Σουτ. Και για συντομία η Σ.
Στο σχολείο με φωνάζουνε μουγκοΘόδωρο. Είμαι αυτό που όλη την ώρα μουτζουρώνει θρανία.
Μάλιστα. Αυτό. Μέχρι που κάποτε οι μουτζούρες γίνονται σχέδια. Για την ακρίβεια, αν μπορεί να υπάρξει ακρίβεια σε κάτι τόσο θολό, γίνονται κάτι που είναι και δεν είναι σχέδιο. Είναι και δεν είναι μουντζούρα. Πλειστάκις, κάτι που μοιάζει κρεβάτι. Και πάνω σ’ αυτό το κάτι που μοιάζει κρεβάτι φτιάχνω κάτι που μοιάζει πουλί.
Τι πουλί;
Να πούμε γλαρόνι.
Τι γλαρόνι;
Γλαρόνι που δεν έχει ράμφος.
Ούτε φτερούγες;
Ούτε.
… και μιαν ωραία πρωία ο δάσκαλος παίρνει στα χέρια του το σκαρίφημα.
Και ρωτάει τη Σ: αν τούτο δω είναι ένα πουλί, πού είναι το ράμφος του; που είναι οι φτερούγες;
Κι η Σ. απαντά;
Είπαμε. Η Σ. σηκώνει τους ώμους. Γιατί ούτε αυτή ξέρει τι ακριβώς ζωγραφίζει. Γιατί αυτό που η Σ. ζωγραφίζει σχηματίζεται σαν από μόνο του.
Από μόνο του;
Πάντως όχι από τη γλώσσα.
… κι έτσι η απορία του δάσκαλου, πακέτο με τη μουγκαμάρα της αντί να μετριάσει την πεποίθηση όλων περί της βλακείας της, θα την κάνει τσιμέντο. Κι ο δάσκαλος θα τη στείλει πίσω στον Θ. Κι ο Θ. θα φροντίσει να την μαντρώσει στο γνωστό μας υπόγειο, παρέα με σκόρδα, σαβούρα, σκιές. Και γι αυτές –τις σκιές– κάποια μέρα η Σ. με κάθε λεπτομέρεια θα μιλήσει. Όχι όμως κι η Σουτ. Που σαν εκκρεμές γέρνει μπρος κι ύστερα γέρνει πίσω, κι ύστερα πέφτει στα τέσσερα, και σφίγγει στόμα- τρίζει δόντια- καρφώνει γλώσσα στον ουρανίσκο. Με τον πόνο μαζεμένο εκεί.
Στην κοιλιά.
Εγγαστρίμυθη;
Μπορείς να τη πεις και μουγκή.
Μουγκή σαν την Κ.;
Με τα γαβ να της βγαίνουν από τo στομάχι.
Χρύσα Φάντη, Σέλα στο χώμα (προδημοσίευση)
Πίνακες: Joanna Chrobak
.
.