.
Ο ήλιος, ένας άντρας ώριμος
Που δεν μπορείς πια να αγνοήσεις,
Χαμογελούσε (μ’ επιφύλαξη,
Σαν να ’χε σκόνη ανάμεσα στα δόντια).
Το σπίτι βολεμένο στις στάχτες του
– Μπορούσαν πια ανεπιφύλακτα
Να χάσκουν οι ξυλοδεσιές του –
Όλο τούτο το μασκάρεμα το ’λεγε
Μεσημέρι του πένθους.
«Ποια τάξη αποκατέστησες τάχα»,
Του ψιθύριζε, «ποια ενσάρκωση πείρας…
Πέρα, όχι μακριά, προς τα μνήματα,
Σε χρόνο νυχτερινής λεωφόρου,
Τους ξετρυπώνουνε τους επιζώντες οι σκύλοι,
Ο μπόγος τους μυρίζει βενζίνη,
Δεν έχουνε χαρτιά, δεν ξέρουν γλώσσα,
Πώς να σταθούν κάτω από αιώνιο φως».
(Από Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Μελάνι 2014 )
Photo: Jerry Uelsmann
Καλά ταξίδια στην Ποίηση!
.
.