Στη γούρνα οι σταγόνες πέφτουνε η μια μετά την άλλη. Ακούς το καθαρό νερό, βγαλμένο από την πέτρα, να πέφτει πάνω στο λαγήνι. Ακούς. Ακούς θορύβους• πόδια που γδέρνουνε το χώμα, περπατούν, πηγαινοέρχονται. Οι σταγόνες πέφτουνε πάντα ακατάπαυστα. Το λαγήνι ξεχειλίζει και το νερό κυλάει πάνω στο βρεγμένο χώμα. «Ξύπνα!» του λένε. Αναγνωρίζει τον ήχο της φωνής. Προσπαθεί να μαντέψει ποιος είναι• αλλά το σώμα χαλαρώνει και πέφτει κοιμισμένο, συντετριμμένο από το βάρος του ύπνου. Χέρια αρπάζονται απ’ τα σκεπάσματα και τα τραβάνε• κάτω απ’ τη ζέστη τους το σώμα κρύβεται αναζητώντας τη γαλήνη. «Ξύπνα!» του ξαναλένε. Η φωνή ταρακουνά τους ώμους. Κάνει το σώμα να ανασηκωθεί. Μισανοίγει τα μάτια. Ακούγονται οι σταγόνες του νερού που πέφτουν απ’ τη γούρνα πάνω στο ξέχειλο λαγήνι. Ακούγονται βήματα που σέρνονται… Και το κλάμα. Τότε άκουσε το κλάμα. Αυτό τον ξύπνησε: ένα κλάμα ισχνό και απαλό, που ακριβώς επειδή ήταν ισχνό κατάφερε να γλιστρήσει μέσα απ’ το δίχτυ του ύπνου, να φτάσει ως εκεί που φωλιάζουν οι φόβοι. Σηκώθηκε αργά και είδε ένα γυναικείο πρόσωπο ακουμπισμένο στην παραστάδα της πόρτας, σκοτεινιασμένο ακόμα από τη νύχτα, να κλαίει με αναφιλητά.
– Γιατί κλαις, μαμά; ρώτησε• γιατί, μόλις ακούμπησε τα πόδια του στο πάτωμα, αναγνώρισε το πρόσωπο της μητέρας του.
– Ο πατέρας σου πέθανε, του είπε.
Κι έπειτα, σαν να είχαν λασκάρει τα ελατήρια του πόνου της, άρχισε να στριφογυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της, πάλι και πάλι, ώσπου χέρια απλώθηκαν μέχρι τους ώμους της και σταματήσουν τον αναβρασμό του κορμιού της. Από την πόρτα φαινότανε το χάραμα στον ουρανό. Δεν είχε αστέρια. Μόνο έναν γκρίζο, μολυβένιο ουρανό, που ακόμα δεν είχε ξανοίξει απ’ το φως του ήλιου. Ένα φαιοκίτρινο φως, σαν να μην ήταν το ξεκίνημα της μέρας, σαν μόλις ν’ άρχιζε να πέφτει η νύχτα. Έξω στην αυλή, βήματα• σαν από ανθρώπους που περιφέρονταν. Πνιγμένοι θόρυβοι. Κι εδώ, ετούτη η γυναίκα, όρθια στο κατώφλι• το σώμα της εμπόδιο στον ερχομό της μέρας• ν’ αφήνει να εισχωρούνε, μέσα από τα μπράτσα της, θραύσματα ουρανού, και κάτω από τα πόδια της ρυάκια από φως• ένα νωπό φως λες και το πάτωμα κάτω από κείνη είχε ποτιστεί με δάκρυα. Κι έπειτα το αναφιλητό. Και πάλι το απαλό αλλά οξύ κλάμα, κι ο πόνος που έκανε το κορμί της να σφαδάζει.
– Σκότωσαν τον πατέρα σου.
– Κι εσένα ποιος σε σκότωσε, μητέρα;
Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο, σελ. 65-67, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, 2013
Πίνακες: George Tooker
.
.