.
Έρπει παντού, τινάζεται κρύβεται
πίσω από βιβλία. Πίνει το γάλα που του βάζω
στην κουζίνα. Συνήθως κουλουριάζεται πάνω
στην τηλεόραση και κοιμάται. Δεν είναι ένα
απλό παχύ φίδι –των παραμυθιών του παλιού
καιρού–, είναι ένας κροταλίας. Στην αρχή,
όπως ήμουν ασυνήθιστος από ερπετά,
φοβόμουνα. Ήμουνα και μικρός, και όταν το βάλανε
στην πρίζα και άρχισε να χτυπάει, είχα εφιάλτες.
Άλλαζε και χρώματα, και με τρόμαζε.
Ύστερα όμως αγαπηθήκαμε. Έμαθε τις φωνές,
τις αναπνοές, τους ανθρώπους. Έμαθε να πηγαίνει
μέχρι τον κήπο. Έκοβε ένα μήλο και το έδινε
στη γυναίκα μου. Επαναλαμβάνοντας, χαμογελώντας,
την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Τα πρώτα χρόνια
ήταν άγριο. Μάλιστα, πήγε να πνίξει
το μικρό μου αδελφό. Τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του
και έσφιγγε. Το παιδί το γλιτώσαμε στο «τσακ».
Μετά, ημέρεψε. Με μένα έπαιζε κιόλας.
Αλλάξαμε σπίτια, αλλάξαμε διαθέσεις,
πέθαναν άνθρωποι, πέθαναν έρωτες, ήρθαν άλλοι.
Αυτό, νεανικό, στιλπνό, και με ήχο δυνατό,
παραμένει ένα τηλέφωνο που επωάζει την ηρεμία
και τα απρόοπτα της ζωής μας.
.
Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα, από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, Το φίδι του σπιτιού, σελ. 306, Εκδόσεις Τόπος, 2013
Πίνακες: Michelangelo
www.vatican.va/various/cappelle/sistina_vr/index.html