Άρχισε πάλι η βροχή να σκουραίνει
Σαν να πέσανε φύλλα τσαγιού στα σύννεφα.
Α, τι εξαίσιο ρόφημα θα γίνει
Μια ολόκληρη μουντζουρωμένη πόλη
Που αργά διαλύει με το κουταλάκι της η φτώχεια…
Α, στίγματα στα μάτια μου πίσω απ’ τα τζάμια,
Μικροτυφλότητες στο παζάρι του χάους,
Καθώς πετούν οι περαστικοί τα καπέλα τους
Σαν να ζητωκραυγάζουν απ’ τον τάφο…
Πόσος θυμός πατικωμένος στα ρείθρα
Που ξέπλυνε η λασποβροχή…
Εγώ κι η σκέψη μου κι ανάμεσά μας
Ο δαίμονας, ο ανυπόφορος τρίτος,
Που κάνει μούσκεμα τη θλίψη μας
Με τ’ απόνερα του λυρισμού της.
Ποτέ του δεν δαγκώνει στ’ αλήθεια
Ένας στίχος μπουκωμένος ψωμί
Και δώσ’ του να βαρούν ντενεκέδες
Πίσω από τα φοβισμένα βουνά.
Θα μας βρίσκει η νεροποντή καταγέλαστους
Που παριστάνουμε τα κυβάκια της ζάχαρης
Μέσα σε μια τεράστια κούπα από τσιμέντο.
Καημένα σπίτια, φαμελιές αμήχανες,
Τα μαξιλάρια σας χιονισμένοι πανσέδες,
Πρωτοβουλίες που δεν ξέρουν αν μπορούν,
Κλάματα που δεν ξέρουν αν θέλουν,
Μωρά που κλωτσάν τα σεντόνια τους,
Για να ρίξουν μια γερή μπαλιά… Ίσα με τ’ άστρα!
.
.
Ανέκδοτο (2013)
.
.
.