Είχε μιαν ακόρεστη ανάγκη να παίρνει και να δίνει, με σώμα και μυαλό, έλιωνε ολόκληρη μένοντας ακατανίκητη αθώα. Όταν φτάναμε, σχεδόν τρέχοντας, λαχανιασμένοι, τη γωνιά μας ή το δέντρο μας, ή χανόμασταν μέσα στην καλύβα και στεριώναμε την πόρτα με μια σανίδα που είχαμε βρει ώστε να μην μπορεί να την ανοίξει κανείς εύκολα στα ξαφνικά, άρπαζε το κεφάλι μου με τα χέρια της και τα στόματά μας ψάχνανε άγρια να βρούνε το ένα το άλλο, τα σώματά μας πιεζόντανε από τη μέση και κάτω, μικρά λάγνα κουνήματα που μας κάνανε να νιώθουμε λιποθυμία. Κι ύστερα απότομα, σχεδόν επιθετικά, αρχίζαμε να ψάχνουμε ο ένας τον άλλον, της σήκωνα το φουστάνι με ανυπάκουο χέρι, εκείνη μου ξεκούμπωνε το παντελόνι, καμιά φορά σπάζοντας και κανένα κουμπί πάνω στη βία της. Αυτή η πρώτη μας επαφή σχεδόν πάντα τέλειωνε για μένα πριν καλά καλά προλάβει να ελευθερώσει το κορμί μου από τα ρούχα μου. Μου ήτανε αρκετό να καταλάβω το χέρι της να γλιστράει προς τα κει για να εκμηδενιστώ ολόκληρος. Είχε παραδεχτεί πολύ κεφάτα αυτή την κατάσταση και με πείραζε κιόλας. Όμως αμέσως μετά από μένα ήτανε η δική της σειρά κι αυτό ήτανε και για μένα σημαντικό, ανάγκη μου έντονη να αισθανθώ τη χαρά της να συνεχίζει και να συμπληρώνει τη δική μου.
.
.
Κι έτσι, μόλις ησύχαζα για λίγες στιγμές (τις μοναδικές εκείνες στιγμές που ακολουθούνε το τελείωμα, όταν η δύναμή μου είχε χυθεί από μέσα μου και ήμουνα σαν ένα μικρό παιδί κι εκείνη μπορούσε να μου κάνει οτιδήποτε, ακόμη και να με σκοτώσει κι εγώ να το δεχτώ χωρίς αντίσταση καμιά, κι όμως το μόνο που έκανε, μ’ εκείνη την ενστικτώδη γυναικεία σοφία της, ήτανε να μου κρατάει το κεφάλι και να το χαϊδεύει, φιλώντας με στο λαιμό στα μάγουλα στο μέτωπο και: «έλα, αγάπη μου, έλα να, καλά, αγάπη μου, σ’ αγαπώ» φιλώντας με, χαϊδεύοντας το κεφάλι μου, τρυφερά και γλυκά, κι οι σπασμοί μου αραιώνανε και χαλάρωνα κι αφηνόμουνα στη δύναμή της και την προστασία της), μόλις συνερχόμουνα και ξανάνιωθα άντρας κι έτοιμος να της δώσω αυτό που τώρα εκείνη περίμενε δικαιωματικά από μένα, την πίεζα επάνω μου με πια προστατευτική κατακτητικότητα που την καταλάβαινε αμέσως, ήξερε το νόημά της κι έτσι ανταποκρινότανε αμέσως, με πρόθυμη ετοιμότητα, αυτή τώρα το παιδί στα χέρια μου και η γυναίκα και η ερωμένη, αναλωμένη αναλωμένη από την ίδια της την αγάπη. (…)
Yπήρχανε στιγμές που (όπως κρυβόμασταν μέσα στην καλύβα ή ακουμπούσαμε στο μεγάλο δέντρο ή καθόμασταν στο τοιχάκι, ακούγοντας την ουρά του σκύλου μας να χτυπάει ή τη θάλασσα ή τον άνεμο, με το φουστανάκι της σηκωμένο και το κορμί μου σφηνωμένο ανάμεσα στους μηρούς της ή κρατημένο από τα χέρια της που είχανε αποχτήσει πια μια ιδιαίτερη πείρα πώς να το χαϊδεύουνε, τα στόματά μας άγρια κολλημένα μαζί, οι γλώσσες μας να παλεύουνε η μια με την άλλη, τα δάχτυλά μου να την εξερευνούνε κάτω από το ρούχο της, οι δυο μας σχεδόν κανιβαλικοί μες στην αναλωτική μας επιθυμία του ενός για τον άλλο, τρέμοντας, λαχανιάζοντας, ώσπου ερχότανε το τέλος για δεύτερη και τρίτη φορά, κοινό πια και ταυτόχρονο και για τους δυο μας, μια παραφροσύνη μοιρασμένης χαράς, η τελική επικοινωνία, η ίδια η ουσία του σώματός μας) αισθανόμουνα τα φυσικά όρια του εαυτού μου να διαλύονται και να ξαπλώνονται και να την περιτυλίγουνε, να την αφομοιώνουνε όπως η αμοιβάδα την τροφή της, να την παίρνω τελείως μέσα μου, να την κάνω ένα με μένα— κι έτσι οριστικά κι ανέκκλητα δική μου. Καμιά φορά φοβούμαι μήπως κάποτε έρθει η ώρα που το μυαλό μου θ’ αρχίσει να ξεχνάει τις λεπτομέρειες. Με τρομάζει απέραντα αυτή η σκέψη. Θέλω να κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου το καθετί που συνέβηκε ανάμεσά μας, κάθε παραμικρή στιγμή — κάθε φορά που μου ’πε «σ’ αγαπώ», κάθε φορά που μ’ άγγιξε μ’ εκείνον τον τρόπο που μόνο εκείνη, από το ένστικτό της, ήξερε. Να θυμούμαι όχι μόνο όσα ειπωθήκανε μα κι όλες τις σιωπές μας. Οι άνθρωποι πεθαίνουνε μόνο όταν τους ξεχάσουμε. Αυτή πρέπει να μείνει ζωντανή όσο ζω κι εγώ — και πέρα από μένα. Ζωντανή έτσι όπως τη γνώρισα καθώς άνθισε κάτω από τα μάτια μου, τα χέρια μου, τα φιλιά μου.
.
Νίκος Α. Κοκάντζης, Τζιοκόντα, σελ. 64-67 (αποσπασματικά), Εκδόσεις Κέδρος, 1996
.
Πίνακες: Joanna Chrobak
.
.
.
.
Σημείωση: O Νίκος Κοκάντζης ανήκει στην κατηγορία των «συγγραφέων του ενός βιβλίου». Η ιστορία του είναι αυτοβιογραφική, πράγμα που δηλώνεται και εξαρχής στο βιβλίο. Αλλά τι κι αν έγραψε μόνον αυτό; H Tζιοκόντα κατείχε και θα κατέχει υψηλή θέση στην ελληνική λογοτεχνία. Ένα βιβλίο κι ένας συγγραφέας του ενός βιβλίου, κάποτε, βαραίνουν πολύ περισσότερο στις συνειδήσεις, από «βιβλία» πολυγραφότατων «συγγραφέων» παρόμοιων ερωτικών ιστοριών ή ιστορίων που εννοείται ότι ανιχνεύουν το ερωτικό και σεξουαλικό κομμάτι, οι οποίοι δεν καταφέρνουν, ωστόσο, να μας πείσουν ούτε για το ταλέντο τους ούτε για την «αγαθότητα» της γραφής τους. Ο Κοκάντζης έχει το πλεονέκτημα να είναι άκρως ερωτικός με αισθητική, χωρίς να γίνεται χυδαίος ή πορνογράφος, διότι υπήρξε έντιμος πρωτίστως απέναντι σε ό, τι ένιωσε, στον τρόπο που το επεξεργάστηκε ύστερα από 30 χρόνια, και παντελώς αδιάφορος επιπλέον στο να αγγίξει μία «πιασάρικη ιστορία», για να δρέψει τις γελοίες δάφνες της εμπορικότητας. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις στην Ελλάδα που ένα βιβλίο κάνει εκδόσεις, γιατί απλώς είναι έντιμο, αυθεντικό και αληθινό, και όχι απλώς πραγματικό. Το σώμα για τον Κοκάντζη είναι ιερό σε όλες τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις του. Δεν είναι ασφαλώς Εμπειρίκος, για να βάζει στο παιχνίδι μια γλώσσα που διαρρηγνύει τους παρθενικούς υμένες της λαλιάς και να ανυψώνει με υπερρεαλιστικά σχήματα το ρεαλισμό της ανθρώπινης ψυχής.Έχει όμως το σπάνιο ταλέντο να διηγείται ισορροπημένα σε φόρμα και περιεχόμενο μιαν ιστορία. Από την άλλη έχει την ευγένεια της ψυχής, τη γνώση (ψυχίατρος γαρ) το ήθος κι εκείνες τις αξίες, για να γνωρίζει τα όρια και τις ισορροπίες ανάμεσα στην πορνογραφία, στο καλοφτιαγμένο ερωτογράφημα και στην ερωτική ιστορία. Δεν είναι μονοδιάστατος, ερμηνεύει τον έρωτα, αιτιολογεί τις συγγραφικές του επιλογές, αγγίζοντας με αισθητική και αμεσότητα τις πιο λεπτές χορδές της ανθρώπινης ψυχής. Το ήθος και η αισθητική στη γραφή του αντικατοπτρίζει και το ήθος του γράφοντος, και μάλιστα όταν αφενός η σεξουαλικότητα δεν συνιστά συνειδητά ή ασυνείδητα ταμπού στο σύστημα αξιών και αφετέρου δεν προσπαθεί κανείς να διαρρήξει ανοιχτές θύρες με χοντροκομμένες, ωμές και αντιαισθητικές περιγραφές και αποφάνσεις του δρόμου, οι οποίες επιπλέον δεν στηρίζονται και δεν υποστηρίζονται από κανένα γνωσιολογικό υπόβαθρο.
.
.
Η εμπειρία ή η παρατήρηση από μόνη της και κάποτε η προσπάθεια αντιγραφής άλλων ικανών και ταλαντούχων συγγραφέων δεν είναι ικανά να δώσουν λογοτεχνία. Η Τζιοκόντα, κατά την άποψή μου, για όλους τους παραπάνω λόγους συνιστά υπόδειγμα και ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους που φιλοξενεί η ελληνική λογοτεχνία. Εάν δεν είσαι Εμπειρίκος, τουλάχιστον πρέπει να έχεις την ευαισθησία, την αισθητική και την πέννα του Κοκάντζη, για να κάνεις λογοτεχνία και όχι «εξυπνακίστικες» προσεγγίσεις αγγίζοντας τα σεξουαλικά όργανα των ηρώων σου.
.
.
Αλεξάνδρα Μπακονίκα
08/11/2013 at 08:31
Ένα θαυμάσιο ερωτικό βιβλίο, που θα αντέχει στο χρόνο με την απαράμιλλη αξία του.Νιώθω ευτυχής που γνώρισα τον Νίκο Κοκάντζη για κάποιο χρονικό διάστημα, όταν δουλεύαμε μαζί στην ίδια ομάδα της Διεθνούς Αμνηστίας. Ήταν εμφανέστατα ένα ερωτικό άτομο.
Ιφιγένεια Σιαφάκα - Ifigeneia Siafaka
08/11/2013 at 12:21
Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τον Κοκάντζη, όπως εσύ, αλλά και όταν διάβασα παλιά το βιβλίο, αλλά και τώρα που το ξανακοίταξα, ύστερα από χρόνια, αυτή η αίσθηση της ποιότητας, που ανιχνεύω κάτω από τις λέξεις και στο ύφος του, παραμένει αναλλοίωτη, Αλεξάνδρα, και χαίρομαι που η πραγματικότητα έρχεται και επαληθεύει την κρίση μου. Φιλιά κι αγάπη στην αγαπημένη Θεσσαλονίκη!