Όπου κι αν μοιράστηκε ή πείνα μας
ανάμεσα σε γυάλινα μάτια
αιχμάλωτα ποδήλατα
και σάρκες γιασεμιών
η ευκαιρία του έρωτα στάθηκε εξαντλημένη και ακίνητη
για δυο χιλιετίες παγωμένης οικειότητας
έπειτα επιτάχυνε
γύρισε η σελήνη μισοφέγγαρο κι έσταξε αίμα
και στο φως της
συνέβη η παιγνιώδης σύλληψη
ταύρος να διεμβολίσει την κόκκινη κορδέλα
τόσες γενιές και τόσα είδη
με τη σφραγίδα του χρώματος
να ζευγαρώσουν ταυτόχρονα
με ευτελείς ορμές
ενώ το μαύρο φύτρωνε από δω και από κει ανεξέλεγκτο
κι ούτε να κλάψουμε δεν προλάβαμε
κορμί
γυναίκα
ή τον πνιχτό βοριά
η νύχτα ήρθε
κοινή συναινέσει
και δε θα φύγει ποτέ/