Της είπε για εκείνα τα παράθυρα που πάσχουν από γλαύκωμα την ώρα της μεγάλης βροχής. Της είπε για το κοκαλάκι από ταρταρούγα που σκαλώνει στις αυλακιές των μαλλιών της και τα οργώνει με ένα φύσημα. Της είπε πώς θα ήθελε να είναι το στρίφωμα στο φουστάνι της, που ποτέ δεν έφτιαξε, και όταν περπατάει φουντώνει σαν υμένας· λυγμικό υφασματάκι γεμάτο αβεβαιότητα. Της είπε για τον ήλιο, που κάθε πρωί, τον κοιτάζει με ιδιότροπη δεκτικότητα, μόνο και μόνο, γιατί κι εκείνη θα φωτίσει· δεν έχει άλλο νόημα ύπαρξης αυτό το γρομπιασμένο λεμόνι εκεί πάνω. Της είπε για το ασάλευτο παρόν, σαν παλαιωμένα λουλούδια σε βάζο, για τον κόνδυλο της αγάπης που μεγαλώνει, για το μπόλι, που πάνω στο σώμα του, μια σχισμή έχει αφήνει ανεπούλωτη.
Της είπε πως αν υπάρχει ένα φόβος, ένας φόβος ανόθευτος, σε κάθε άνθρωπο είναι αυτός: να σε ροκανίζει η σκέψη πως όλα αυτά τα λες στο είδωλό σου, γιατί άλλος δεν βρέθηκε να σε ακούσει την ώρα της παραφοράς. Η πείνα γεννάει την αφαίρεση, η μοναξιά την στεφανώνει.
Φωτό: Gilbert Garcin