http://thraka-magazine.blogspot.be/2013/05/blog-post_22.html
Από την πρώτη μέρα που ο Βίτορ ντε Ολιβέϊρα έπεσε στο κρεβάτι, χτυπημένος από την κακή αρρώστια, που άρχισε να ροκανίζει την ατσάλινη ζωτικότητα του οργανισμού του με απίστευτη ταχύτητα και που το όνομα της όχι μόνο δεν θέλανε να το αναφέρουν, αλλά και να το σκεφτούν ακόμα (σαν από φόβο πως έτσι συμβιβάζονται με τον Σκοτεινό Επισκέπτη και επισημοποιούν την παρουσία του στο σπίτι), ο πίνακας με το καμένο δάσος, κάτω από τον Εσταυρωμένο και πάνω από το κεφάλι του κατάκοιτου άντρα, πήρε να ζωντανεύει. Στα απανθρακωμένα κλαδιά των πεύκων ξεμύτιζαν, δειλά δειλά, χαρωπά βελόνια με παιχνιδιάρικη, θαρρείς, διάθεση, βάφοντας με ένα αμυδρό πρασινωπό φως το βασίλεμα των ματιών του αρρώστου και το πονεμένο κορμί του.
Ο αμίλητος έως τότε Βίτορ το αντιλήφθηκε αμέσως. Ένας κόμπος στον λαιμό του άνοιξε σαν μπουμπούκι τριανταφυλλιάς για να γίνει βραχνό ψιθύρισμα θριάμβου. «Ρουί… Ρουί… γιε μου, τα δέντρα ανασταίνονται. Σ’ το είχα πει, θυμάσαι;» είπε στο γιο του, που όλες αυτές τις ωχρές μέρες καθόταν, σαν μελαγχολικός φύλακας- άγγελος, στο προσκέφαλό του, βυθισμένος σε ένα πυκνό νεφέλωμα άφατης θλίψης, θωρώντας τον πατέρα του σαν ένα δαιδαλώδες αίνιγμα, μέσα από το οποίο προσπαθούσε να λύσει το αίνιγμα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. (…) Τον πίνακα τον είχε φέρει ο Ρουί από την Κούβα, στο τελευταίο του ταξίδι, πριν εγκαταλείψει οριστικά τη θάλασσα και τη ναυτική ζωή και επιστρέψει στα χωράφια του, δίπλα στον πατέρα του. Τον είχε αγοράσει για 3 δολάρια κι ένα μπουκάλι βότκα από έναν ζωγράφο που ’χε χαρακωμένο το δεξί του μάγουλο από μια βαθιά μαχαιριά και τα μάτια του λαμποκοπούσαν στο ήλιο ολόιδια με δυο υπερμεγέθεις σταγόνες ανοιχτόχρωμου μελιού. Για ατελιέ του είχε κάποιο μικρό κομμάτι ενός πεζόδρομου, κάπου στο κέντρο της Αβάνας. Βέβαια ένα καμένο δάσος δεν αποτελεί και τον ιδανικότερο καλλωπισμό για τον τοίχο οποιουδήποτε σπιτιού, αλλά ο πίνακας του άσκησε τέτοια έλξη, που ήταν αδύνατον να του αντισταθεί. Τον διάλεξε ανάμεσα σε δεκάδες άλλους, πολύ πιο εντυπωσιακούς και γεμάτους ζωντανά, παλλόμενα χρώματα. Θυμάται ακόμη ξεκάθαρα την ημέρα που άνοιγε έναν μεγάλο χακί λιγδιασμένο σάκο κι έβγαζε από μέσα την κυλινδρική χαρτονένια θήκη που τον περιείχε.
( …)
Ο Βίτορ πέθανε πολύ γρήγορα. Τις πρώτες πρωινές ώρες μιας μουχλιασμένης, από την πολλή υγρασία, Μεγάλης Τρίτης. Με μια σεμνή και λιτή τελετή οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού αποχαιρέτισαν τον αξιαγάπητο άντρα και τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κι ενώ ένα απρόσμενο κι ανεξήγητο σύννεφο ομίχλης είχε ρουφήξει στα σπλάχνα του το μικρό χωριό. (…)
Μπήκε στο σπίτι κατάκοπος, ανάβοντας το φως του διαδρόμου. Γαληνεμένος. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του πατέρα του χωρίς ν’ ανάψει άλλο φως. Η απουσία του έδινε στο σκοτάδι ένα παγερό μπλε χρώμα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Γύρισε μπρούμυτα, πήρε το μαξιλάρι του στα χέρια του, έχωσε μέσα το πρόσωπό του. Κι άρχισε να το φιλά αδιάκοπα, ενώ πνιγόταν από σπαραξικάρδιους λυγμούς. Έτσι τον έκλαψε, για πρώτη και τελευταία φορά.
Μια έντονη μυρωδιά φρέσκου πεύκου γέμιζε τα ρουθούνια του και γλύκαινε τη πικραμένη του καρδιά.
Artwork : Jorge Mayet
http://www.poiein.gr/archives/20666/index.html