Δεν τον είχε γνωρίσει τον παππού της η ίδια, τον ήξερε και τον ζούσε όμως μέσα από τις περιγραφές της γιαγιάς και της μητέρας της. Οι λεπτομερείς εξιστορήσεις τους και οι τακτικές αναφορές τους σκιαγραφούσαν, στις σελίδες της καθημερινότητάς της, μια προσωπικότητα άμεμπτη, ένα χαρακτήρα ισχυρό και επιτυχημένο, τα απίθανα επιτεύγματα και οι ικανότητες του οποίου την έκαναν καμιά φορά να φοβάται ότι εκείνος βρισκόταν ακόμη ανάμεσά τους, κρυμμένος κάπου στα δωμάτια του μεγάλου οικήματος, στα τριξίματα των διαδρόμων και στις ανάσες του νυχτερινού αέρα, που έκανε τις κουρτίνες να τρεμουλιάζουν.
Ένιωθε το βλέμμα του να την παρακολουθεί, όταν διέσχιζε τον μακρύ διάδρομο, για να πάει στο υπνοδωμάτιο της, αλλά, περισσότερο, τη διαπερνούσε μέσα από το μεγάλο του πορτραίτο, που δέσποζε στην ησυχία του καθιστικού. Της προκαλούσε σύγκρυο ο αυστηρός πίνακας, έτσι όπως την εξέταζε συνοφρυωμένος, τις φορές που, τιμωρημένη μέσα στην αποστειρωμένη σάλα, έπρεπε να απολογηθεί μπροστά του για τα λάθη της ή να συνειδητοποιήσει τις παρατυπίες της, ενώπιον αυτού του δικαστή, που ο ζήλος του την εξέταζε με την πανταχού αόρατη παρουσία του. Αναπνέοντας συγκρατημένα τις φορές εκείνες, προσήλωνε κάποια στιγμή το βλέμμα της στο βάζο με τα φρέσκα τριαντάφυλλα − που άφηναν ευλαβικά οι δικοί της κάτω από το πορτραίτο − ,ψάχνοντας καταφύγιο στην όμορφη ανθοδέσμη.
Η ματιά της ζητούσε φιλοξενία μέσα στο ευωδιαστό μπουκέτο, γύρευε άσυλο στα ντελικάτα του πέταλα, τα οποία, άγνωστο πώς, άνοιγαν αναπάντεχα ένα μυστικό πέρασμα, που την έβγαζε μισοκοιμισμένη σ’ έναν χώρο άλλο, ένα σκηνικό θεάτρου, μιαν άδεια αίθουσα, ένα ξέφωτο γητεμένο από απόκοσμο φως, να ακούει αποσπάσματα διαλόγων ενός έργου, η ονομασία του οποίου της διέφευγε την κρίσιμη στιγμή, την τυραννούσε κολλημένη στην άκρη της θύμησής της, γλιστρούσε στο λαιμό της, εμποδίζοντάς την να καταπιεί. Το χέρι της ψηλάφιζε τότε μια ταυτότητα κρεμασμένη στο λαιμό της, μιαν αλυσίδα που την τραβούσε γρήγορα ν’ αναδυθεί κάτω από την μπλούζα της, να την φέρει στο ύψος των ματιών της, ώστε να προλάβει να τη δει, και ήταν τότε που η ταυτότητα εκείνη μεγάλωνε και την τράβαγε σαν βαρύς κάβος σε βάθη, όπου δεν υπήρχε πια αέρας, όπου έπρεπε να ξυπνήσει ή να κοιμηθεί για πάντα.
Ζούσαν στη μεγάλη κατοικία, που είχε χτίσει ο παππούς της, για να καταλαμβάνουν ελάχιστα από τα πολλά δωμάτια, τα κλειδιά των οποίων παρέδιδε η γιαγιά της στην ηλικιωμένη οικονόμο, που γέμιζε με τον όγκο της την κουζίνα κάθε πρωί. Η υπομονετική γυναίκα με το χαμόγελο κατάφερνε, μερικές φορές, να κάνει τη Μαρία να περνάει το κατώφλι της διστακτικότητάς της, να βγάζει στην επιφάνεια δείγματα μιας πτυχής, που σαν άλλος εαυτός βρισκόταν σε νάρκη εντός της, να ανασύρει ευρήματα που διψούσαν να συγκροτηθούν και να γίνουν συμπαγή − τα ίδια που προσπαθούσαν να πατήσουν στα πόδια τους και συχνά κατέρρεαν ενώπιόν της σαν χωμάτινοι σωροί, αφού είχαν ακροβατήσει, για λίγο διάστημα, σ’ ένα γλιστερό μεταίχμιο.
.
.
Πήγαινε στο σχολείο, ντυμένη με σχολαστικότητα τη στολή της, με τα βιβλία της δανειστικής βιβλιοθήκης στα χέρια, τόμους που την καθοδηγούσαν να επιλέξει απ’ το σπίτι και που διάβαζε όπως εάν είχε κάνει αφηρημένη έναν περίπατο στο δάσος, χωρίς να θυμάται τίποτε ιδιαίτερο απ’ αυτόν κατόπιν.
Η μητέρα της, τηρώντας με ακρίβεια το πρόγραμμα των καθηκόντων, έπαιρνε θέση πλάι της, στο μακρόστενο κάθισμα για το μάθημα του πιάνου, με παλάμες προσηλωμένες στα ασπρόμαυρα πλήκτρα. Το άρωμά της, αναμεμειγμένο με τη μυρωδιά του δέρματός της, άπλωνε τις δροσερές του νότες ολόγυρά τους, καταργώντας για λίγο την επιβεβλημένη μεταξύ τους απόσταση, που σαν άλλη παρτιτούρα άπλωνε τα δικά της φύλλα.
Όταν ο χτύπος του ρολογιού σηματοδοτούσε τη λήξη του μαθήματος, η μητέρα της απομακρυνόταν γοργά, ενώ τα τακούνια της αντηχούσαν σαν άλλος μετρονόμος. Γύριζε τότε και κοίταζε με περιέργεια το ελαφρύ βούλιαγμα που είχε μείνει στο παλιό δερμάτινο κάθισμα ακριβώς δίπλα της, όπως θα προσπαθούσε να διακρίνει, μέσα από έναν καθρέφτη θαμπό ή μια λίμνη, τη νύχτα, εικόνες που της έλειπαν∙ να συμπληρώσει ένα πάζλ, τα κενά του οποίου της καταλόγιζαν μιαν ανομολόγητη ενοχή, ένα μυστικό φταίξιμο: το ίδιο που κατάπινε, στα μυστηριώδη κομμάτια του, την ύπαρξη του πατέρα της, εκείνου του νεαρού άντρα, που τόσο πολύ του έμοιαζε στα μάτια, στο στόμα και στο ξάφνιασμα της στάσης, έτσι όπως είχε αποτυπωθεί σε μια φωτογραφία-λάφυρο που ανακάλυψε παλιά, κρυμμένη σ’ ένα χαλασμένο μουσικό κουτί.
Σαν να είχε τρυπώσει ο φωτογράφος στ’ άδυτα της σκέψης του και νά ’πρεπε ν’ απαντήσει το ίδιο πράγμα που τον ρώταγε επίμονα και η ίδια: τι θα προτιμούσε αν γινόταν να διαλέξει ξανά, το ενδεχόμενο να εξαφανιστεί για πάντα ή να επιστρέψει κάποτε. Τι; μα εκείνος εξακολουθούσε να κοιτάει ξαφνιασμένος, με την ταλάντωσή του νά ’χει μείνει, το μόνο ξεκάθαρο στοιχείο του πάνω στη φωτογραφία.
Διένυαν τις τελευταίες ημέρες ενός καλοκαιριού που είχε πρώιμα ψυχράνει, με τον ήλιο να αποδυναμώνεται αισθητά μέρα με τη μέρα. Στην τελευταία εκδρομή τους, στην κοντινή ακτή, η υγρασία βάραινε την ατμόσφαιρα. Τα γλαροπούλια πετούσαν χαμηλά, βουτώντας κάθε τόσο στη θάλασσα, ιπτάμενες παρέες που προμήνυαν με άτακτα κρωξίματα την αποκαθήλωση της εποχής. Τα χάζευε η Μαρία, όπως έκανε και με τα μεγάλα σχήματα που σκάλιζε μ’ ένα ξύλο στην άμμο, σχήματα που έφτανε το ήσυχο κύμα, που έσβηνε ο σταθερός παφλασμός του.
Τα βράδια, στο τραπέζι της κουζίνας, ακούγοντας την οικονόμο να σιγοτραγουδάει παλιούς σκοπούς της πατρίδας της, πάλευε νυσταγμένη ν’ αδειάσει την υποχρεωτική κούπα με το βραδινό γάλα. Ένας απόηχος εντυπώσεων αναμόχλευε τα δικά του γεννήματα μέσα στο μυαλό της, εξέπεμπε, σαν ομιχλώδες τοπίο, το παρόν στο προσκέφαλό της∙ τα δικά του σινιάλα, μαζί με τις ειδήσεις μιας ξενιτιάς, που έρχονταν με όνειρα τις νύχτες. Ένα πρωινό κοίταξε έξω από το παράθυρο του δωματίου της. Μερικά χελιδόνια ψαλίδιζαν με τα κοφτά τους τινάγματα τον ουρανό και, για μια στιγμή, φαντάστηκε τον εαυτό της ξαπλωμένο στην λευκή κοιλιά ενός από αυτά, να αποδημεί μαζί τους. Ύστερα βγήκε έξω, στο σημείο του κήπου που προτιμούσε. Ξάπλωσε στο χώμα κάτω από το δέντρο, με το κεφάλι της να ακουμπάει το γέρικο κορμό. Λίγο πιο πάνω απ’ το πρόσωπό της, μεγάλα φύλλα σαν αειθαλείς παλάμες διάπλατες, μισοκλεισμένες, δισταχτικές, αποφασισμένες, διακλάδιζαν ήδη με χειραψίες οικείες, άγνωστες και επερχόμενες, μια ιστορία, ένα μέλλον.
Πίνακες: Andrey Remnev
Αναστασία Λιλή
04/06/2013 at 00:55
μπράβο Άννα!λατρεύω τον τρόπο που γράφεις,τις εικόνες και τα συναισθήματα που ξεπηδούν απ’τα γραπτά σου ***
και ‘συ Ίφι μου πως “παντρεύεις” εικόνα,λόγια,μουσική!!!!!
μπράβο και στις δυό σας ❤
Ιφιγένεια Σιαφάκα - Ifigeneia Siafaka
04/06/2013 at 01:56
Σε ευχαριστούμε, Αναστασία μας! H γραφή της Άννας είναι η “γραφή” της Άννας. Έχει ιδιαιτερότητα και μπορεί άνετα να παίζει με όλα τα είδη.Nα δούμε τι θα γίνει όταν θα πάρει σβάρνα τους εκδοτικούς οίκους… Αλλά αυτό, προσωπικά, δεν με ενοχλεί. Έτσι κι αλλιώς, διαφωνώ με τη λογική τους.
Anna Boutsouridou
04/06/2013 at 23:56
Eυχαριστώ την Ιφιγένεια για την φιλοξενία στο σπάνιας αισθητικής μπλογκ της, για τις εικόνες, τις όμορφες μουσικές και φυσικά την επιμέλεια ❤
Anna Boutsouridou
04/06/2013 at 23:57
και Αναστασία χαίρομαι που σου αρέσουν τα γραπτά μου 🙂
Ιφιγένεια Σιαφάκα - Ifigeneia Siafaka
05/06/2013 at 00:02
Αλίμονον, εδώ φροντίσαμε στους εκδοτικούς οίκους τη Σάρα, τη Μάρα και το κακό συναπάντημα… και δε θα φτιάχναμε τη στίξη σε ένα άψογο κείμενο…Μακάρι, όλα τα κείμενα να είχαν την αρτιότητα των δικών σου. Θα μπορούσαμε να πλουτίσουμε, κάνοντας επιμέλειες κι όχι να αναθεματίζουμε την ώρα και τη στιγμή που μπλέξαμε με…. τάχα, τάχα συγγραφείς. Γράφε εσύ, παιδί μου… κι εγώ είμαι εδώ!