Τα έλεγε όλα αυτά μιλώντας αργά, πετραδάκια οι λέξεις, που δεν βιάζονταν να κυλήσουν στις πλαγιές∙ που άλλοτε κατηφόριζαν νωχελικά στην πρωινή δροσιά των φύλλων, άλλοτε τίναζαν με το πέρασμα τους τη μυρωδιά των λουλουδιών, άλλοτε έπαιρναν τη ζέστη μιας ερήμου στο σώμα τους, φορές που άνοιγαν περάσματα μέσα από αγκάθια ή παράκαμπταν πεσμένα κομμάτια από ξύλο, ενθύμια παλιά ξυλοκόπων πεθαμένων.
Μίλαγε χωρίς βιασύνη οπωσδήποτε. Χαρακτηριστικές οι παύσεις. Σταματούσε τότε το ρυάκι της φωνής, κρατούσε το κελάρυσμά της, και άνοιγαν τα βλέφαρα, μεγάλωναν αλλιώτικα οι όχθες των ματιών, ήταν γαλαζοπράσινα τα νερά τους, άσπρη απάτητη η άμμος, και η κόρη στο κέντρο μια αστραφτερή μινιατούρα πλανήτη, μια εξέδρα στρογγυλή κατοικημένη από ζωή. Και οι κάτοικοι εκείνοι αγαπούσαν τα ταξίδια…
Πίνακες: Duy Huynh