Σκουριασμένο σούρουπο
με θύλακες νύχτας να παραμονεύουν,
γωνία ασήμαντης οδού και βορεινής ακτής
μιας σύμπτωσης
άγγιξες την άκρη του βιαστικού παλτού μου
και σταμάτησες.
Φύσηξε για λίγο μια άρρωστη νιότη
πολύ λίγο, να, ώσπου να πάρεις σχήμα.
Ψέλλισες κάτι. Σε άγνωστη γλώσσα μου φάνηκε.
Νόμισες πως εντυπωσιάστηκα.
«Μα, είσαι πεθαμένος από χρόνια»
σου είπα ατάραχα «δεν το ήξερες;»
Σε κήδεψα σ’ έναν φριχτό κήπο
από μπελαντόνες στη μέση της θάλασσας.
Γύρω-γύρω άλειψα άβυσσο σιωπής.
Τη μύτη σου, την κήδεψα χωριστά
σ’ ένα κουτί από αμίαντο
γιατί άνθιζε ψέματα συνεχώς.
Το όνομά σου το ’τριψα στα πουλιά
που ’θέλαν να πεθάνουν.
Τον όρκο σου τον κρέμασα
στο φεγγάρι να σκιάζονται
τα μικρά κορίτσια
πριν κερώσουν με το αίμα τους
το νήμα της αγάπης«Τι να την κάνω τη συγγνώμη σου τώρα;»
είπα, και συνέχισα το δρόμο μου
βάζοντας δύο κέρματα
στα μάτια του γερο-ζητιάνου
που άκουσε τα ιώδη και πέτρωσε.
Στο μεταξύ είχε νυχτώσει πολύ…. .
Μέσα κι έξω από το σώμα.