Είναι φιλοχρήματη.
Η μαμά μου χαιρόταν εκείνη τη μέρα.
Εγώ γινόμουν κομμάτια.
Δεν δίνει δεκάρα για τους λιωμένους.
Η μαμά μου φέγγει.
Εγώ σπάω πέτρες και ουρλιάζω.
Είναι ψυχρή είναι αδίστακτη.
Είναι φοβισμένη.
Η μαμά μου δεν έχει ψευδαισθήσεις.
Αυτή έχει ή τις προσποιείται με αδιαφορία
και τόση ωμότητα που πείθει τους αθώους παρατηρητές.
Πιστεύω πως έχει έναν γκόμενο ευτραφή
μεσήλικα για να διαπλέει με σιγανό ποταμίσιο
κανό τις ύποπτες μέρες.
Καπνίζει αλλά το κρύβει από τη μαμά της.
Φθονεί αλλά το κρύβει από τον εαυτό της.
Εγώ λέω ψέματα. Είμαι σκύλα.
Μισώ ακατάσχετα και αβάσταχτα.
Εγώ έχω φεγγάρια χωρίς νύχτες.
Ήλιους χωρίς μέρες. Θάλασσες ξερές – χωρίς νερό.
Και η κρίση μου δεν ξεπερνά τα φροϋδικά φέρετρα.
Δεν έχετε καμία δουλειά μαζί μου.