.
Άλλωστε έτσι τη θέλανε όλοι από τότε. Ξόμπλι. Όταν την απιθώνανε σε ρούχα κυριακάτικα, «σήκω, μουρή, κι βάρεσ’ η καμπάνα», νερό, ανατριχίλα, βούρτσα, «πάνου του κιφάλ’!», νερό, «μαδάς!», βούρτσα, άλγος, πολλές κινήσεις, νευρικές. Μιλιά αυτή, πλεγμένη σε κοτσίδα κρυβότανε στις κάλτσες. Αναμονή σε στάση καθώς πρέπει, πάνω στα υποδήματα. Λιτές κινήσεις, καθόλου φληναφήματα, στο ύψος της ήβης δάχτυλα. Καπακωμένες ενοχές με θλίψη ευθυτενή. Κόκκινα μάγουλα, μάτια επίσης, ξόμπλι του οίκου, εύτηκτο.
Μετά την παρφουμάρανε, χαράματα. Χωρίς μπουκιά, πομαδιασμένη. «Πάμι!» Ένα τσουβάλι, να μεταλάβει το χρυσό δοντάκι, κι ας βρώμαγε λεμόνι. Λιβανιζότανε ξινίλες στις μετάνοιες, σε κάθε επίκυψη δίναν και παίρναν σφάχτες κοσμιότητας. Αφόριζε υγρά. Χωρίς μπουκιά, πομαδιασμένη. Σε λίγο θα τα επέστρεφε και αρώματα και χρυσαφικά και δώρα. Όλα θα τα επέστρεφε. Αντίδωρα. Κρυφά στην τουαλέτα, φλομωμένη, ωραία πεθαμένη.
.
Μετρούσε το λείψανο το ωραίο στο χωριό της. Ανήκε στα υπέρ του αποδημήσαντος, το εξετάζανε στις κηδείες, λες κι ήταν ανδραγάθημα, το έσχατο του πεθαμένου, να ζέχνει κάλλος και χλομάδα. Κι ένα φόρτωμα από άνθη από πάνω, να κρατάει. Και δώσ’ του άνθη και μπαμπάκια από αγάπη να μπουκώσει, να συχωρέσει το κουκούλωμα στο χώμα. Μετά κοιτάγανε τον πεθαμένο, ώρες πολλές τον πεθαμένο, από συμφέρον μόνο: «μπας και χαμογελάει; Θα πάρει κι άλλους σύντομα μαζί του, γι’ αυτό χαμογελάει ο πανούργος φασκιωμένος». Φτυνόντουσαν κρυφά –δε χώραγε η σκέψη πώς στέργει να ’σαι χαλασμένος κι αδιάφορος. Μειδίαζε εκείνος. Τον σκάγανε μ’ ένα ασπρομάντιλο στο τέλος, του το φοράγανε κατάμουτρα – όπως κι εκείνος κατάμουτρα τους πέταξε το σμίξιμο του κάλλους με το θάνατο. Αλλά δεν ξέρανε από τέτοια.
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη 2011
Πίνακες: Dino Valls
http://www.newsville.be/gr/politismos/siafaka-lygkas.asp
vequinox
13/09/2016 at 04:33
Reblogged this on Manolis.
Το κόσκινο
13/09/2016 at 11:20
Reblogged this on To Koskino.