Το σκηνικό
είχε από καιρό στηθεί:
Το έρημο σπίτι,
τα πεινασμένα δωμάτια,
και μια σκόνη εγκάθετη
τραβούσε απ’ τα μαλλιά
την ακαμψία των πεθαμένων επίπλων.
Αίφνης,
ο ξερόβηχας ενός πίνακα
αιωρήθηκε.
«Πώς κατορθώνονται,
οι πινελιές να ρέουν
να μιλούν, να ανασαίνουν;»
Κοιτούσα με μάτια γυμνά
την αυλή
που ήταν άμμος και την πατούσα
και τη θάλασσα που έτριζε ήρεμα
καθώς άνεμος κανένας δεν
κινούσε το δειλινό τοπίο,
δεν το παράλλασσε και δεν το αιφνιδίαζε.
Μια πολτώδης σιωπή.
Η γυναίκα κοιτούσε. Το φόρεμά της
δροσερό, στο κίτρινο δοσμένο.
Ένα κουκούλι που την γεννούσε.
Το θέαμα εξελίχθηκε:
Το πλάσμα αυτό το δειλινό
στης θάλασσας την πρώτη αγρύπνια
έμοιαζε να προσεύχεται,
όταν απροσδόκητα
πέρασε ένα φεγγάρι. Αιχμηρό.
Σχίστηκαν ήχοι
στης βεντάλιας της το ολόγραμμα,
μετακινήθηκαν βουνά και ο ορίζοντας,
Γυρίσανε τα συκώτια τ’ ουρανού
και μελάνιασε ο τόπος,
καθώς γρυλίσαν μέσα της
τα μέγιστα της λύπης τα μυδράλια.
Και τότε πρόσεξα. Το είδα καλά,
από τα μάτια της,
από τα μάτια της
έβγαινε όλη αυτή η θάλασσα…
Όταν βγήκα στο δρόμο χρόνια μετά
ήταν πρωί,
ήταν χειμώνας,
και είχα λερώσει
τα ρούχα μου με κίτρινη μπογιά.
α, ναι…
«κι έκλαιγε ένα πουλί σαν άνεμος»
Από τη βραβευμένη συλλογή “Xαμηλές οκτάβες”
Πίνακες: Μaki Horanai, Aaron Lifferth