


—Θα ξεκινήσω εγώ, είπε η Βησθαβέ, και με χέρι σταθερό βύθισε την κάννη του όπλου στο στενότατο άνοιγμα των εξαίσιων οπισθίων της. Με θολωμένο μάτι από την ηδονή, με κοίταζε κατάματα, εκβάλλοντας καπνούς από το στόμα της. “Κεραυνός, κεραυνός”, ψιθύριζε ασθμαίνοντα. “Πλημμυρίζω, πνίγομαι, πλημμυρίζω”, παραληρούσε. Το παγωμένο σίδερο εντός της τής προκαλούσε σπασμούς σπάνιας έντασης. Και μέσα στον αλλόφρονα σπαραγμό της ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της σκανδάλης. Κάτι σαν ωκεάνιο κύμα κινήθηκε, μία παλίρροια. Και σωριάστηκε στο κρεβάτι μου. Αναστέναξα από ευτυχία. Το όπλο δεν είχε εκπυρσοκροτήσει μέσα της. Η θεά μου ήταν ζωντανή.
Σε λίγες στιγμές η Βηθσαβέ άρχισε να σαλεύει. Σηκώθηκε αργά, με δάκρυα στα μάτια και τράβηξε το πιστόλι από τη σαγηνευτική θήκη των οπισθίων της.
—Τώρα, κύριε Επαμεινώνδα, η σειρά σας, μου είπε με τρεμάμενη από την ηδονή φωνή. ( …)
Ηδονή και αγωνία σφιχταγκαλιασμένες, πριν ηχήσει το μέταλλο της σκανδάλης, λίγο πριν εκπυρσοκροτήσει το όπλο, πριν εκραγούν τα σωθικά μου! Κι εγώ μέσα σε μια δίνη πόνου, δακρύων και έρωτα, έβλεπα όπως σε όνειρο, έβλεπα ό,τι ακόμη δεν είχε συμβεί, έβλεπα ό, τι δεν θα μπορούσα να δω αν συνέβαινε, έβλεπα πέραν του χρόνου, έβλεπα τη Βηθσαβέ, έβλεπα τη Βηθσθαβέ να σπαράζει πάνω στο άψυχο σώμα μου, έβλεπα τη Βηθσαβέ ανάμεσα σε ένα πλήθος ανδρών και γυναικών, τη Βηθσαβέ και τη Λέιλα πίσω από τα μαύρα γυαλιά τους να δακρύζουν ήρεμα και διακριτικά ανάμεσα σ’ ένα πλήθος μαυροντυμένων ανδρών και γυναικών που με συνόδευαν στην τελευταία μου κατοικία, τη Βηθσαβέ και τη Λέιλα, τη Βηθσαβέ…
Ανδρέας Στάικος, Βηθσαβέ, σελ. 85, 86, 156, 157, 158, 159, 160, εκδόσεις Άγρα, 2012
Σημείωση: πρόκειται για ένα καλογραμμένο ερωτογράφημα του Ανδρέα Στάικου, που πέραν των άλλων (όπως πολύ εύστοχα σημείωσε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στην παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό), σε μορφολογικό επίπεδο, όσον αφορά δηλαδή τη δόμηση του βιβλίου, συναντούμε ένα ενδιαφέρον πέρασμα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, την αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προς το τέλος του. Ο παντογνώστης αφηγητής ταυτίζεται στο τέλος με τον συγγραφέα της ιστορίας (όχι απαραίτητα με τον συγγραφέα του βιβλίου) και, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, οι αποστάσεις μηδενίζονται.
Κατά την άποψή μου, αυτή η μετάλλαξη του προσώπου έχει ενδιαφέρον, διότι πρόκειται για τη χρονική στιγμή όπου ήρωας μέσα από τη σεξουαλική πράξη θα συναντήσει το θάνατο. Τη στιγμή επίσης του θανάτου ο ίδιος, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση πλέον, θα γίνει πάλι παρατηρητής των πραγμάτων και του εαυτού του, παίρνοντας απόσταση και παρατηρώντας το ίδιο του το σώμα και τα τεκταινόμενα. Στην ουσία πρόκειται για ένα ενδιαφέρον κυκλικό σχήμα, το οποίο δίνεται με διαφορετική μορφή. Εάν νοηματοδοτηθεί, πίσω από αυτό το συγγραφικό εύρημα, υπάρχει το εξής μήνυμα σε όλο το βιβλίο: εγώ ο ζωντανός-νεκρός, ο θεατής του θανάτου μου.
(H γραφή bold της παρούσας ανάρτησης του κειμένου του Ανδρέα Στάικου αντιστοιχεί στη γραφή italics της έκδοσης).
————————————————————————————————————————————