.
Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
Βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει,
να πλαταίνει,
να σβήνει τα χαραμοφάικα φωτάκια.
Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
γυμνάζω μαύρα αποκλείεται,
εξαπολύω γυμνασμένα αποκλείεται
και ξεσκίζουν κάτι άστρα τελευταία.
.
Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
αλλάζω φύλο, γίνομαι σκοτάδι.
Πού θα μου πας λιποψυχία,
κάπου θα σε πετύχω
τώρα που ορκίστηκα άυπνη.
Τα υπνωτικά μου μιλιγκράμ
αγγελικά κοιμούνται
κι ο εγκέφαλος μου ξαγρυπνάει
και γλυκά τα νανουρίζει.
.
Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
Βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει,
γράφω συνθήματα στους τοίχους των ονείρων:
κάτω τα ξημερώματα των ορνιθοτροφείων,
κάτω η φαυλοκρατία των ελπίδων
«και σπίτια θα σας χτίσουμε
και δρόμους θα σας κάνουμε
και βροχή θα σας φέρουμε
κι ανέμους, κι ανέμους».
.
.
Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
περιμένω κάτι αποβράσματα σκοτάδια
να μπω στο ρετιρέ του Μάντη Κάλχα.
Θα τον σκοτώσω.
Με βούτηξε σ’ ολόκληρη θυσία
για να πνεύσεις.
Μα εσύ κουρνιάζεις, άπνοια,
πάνω σε κάθε προφητεία
με το πάσο σου.
Κική Δημουλά, Ποιήματα, Το λίγο του κόσμου (Kάλχας), σελ. 180, Eκδόσεις Ίκαρος, 1998
Φωτό: Tom Chambers
.
.
.
vequinox
15/01/2016 at 20:40
Reblogged this on Manolis.