.
Yπάρχει μια αράχνη που δεν κάνει ιστό, αλλά φτιάχνει τη φωλιά της στο χώμα. Σκάβει βαθιά και ύστερα την κλείνει από μέσα με μια πορτούλα. Η μεγάλη κοιλιά της είναι γεμάτη με δηλητηριώδες υγρό. Μπορείς να τη βγάλεις έξω από τη φωλιά της μόνο αν την εκνευρίσεις. Παίρνεις ένα λεπτό κλαδάκι και, αφού τρυπήσεις την πορτούλα, το χώνεις μέσα, ξανά και ξανά, ερεθίζοντάς την. Κάποια στιγμή θα γραπωθεί απ’ αυτό, και τότε είναι εύκολο να τη σύρεις έξω.Έξω τα έχει εντελώς χαμένα. Περπατάει πολύ αργά. Την περιεργάζεσαι και μετά την πατάς με το παπούτσι. Δεν πρέπει να τηναφήσεις να φύγει, γιατί μπορεί να τη φάει κανένα ζώο, κανένας γάιδαρος, και να ψοφήσει. Στο χωριό τη λέμε φαλάγγι. Εδώ στην Αθήνα δεν ξέρω πώς τη λένε.
.
.
To 1964, o Bαγγέλης παντρεύτηκε την Ελένη, και ύστερα την πήρε και φύγανε από το χωριό. Στο χωριό δεν μπορούσαν να σταθούν, γιατί η μάνα της δεν ήθελε τον Βαγγέλη για γαμπρό. Λένε ότι η γριά ήταν τόσο αντίθετη, που την είχε μέρες κλειδωμένη στο σπίτι. Όμως ο Βαγγέλης μπήκε κρυφά από το παράθυρο και την έκλεψε. Μπορεί, όμως, και να μην είναι αλήθεια. (…) H Ελένη σκούπιζε και μαγείρευε. Τον ξυπνούσε η μυρωδιά από το φαγητό. Ήταν σπουδαία μαγείρισσα. Αλλά και σπουδαία γυναίκα. Πολύ όμορφη. Η πιο όμορφη του χωριού. Και τον Βαγγέλη τον λέγανε τσίφτη. Σχολείο δεν πήγε καθόλου, ή μπορεί να πήγε κάνα δυο χρόνια, ίσα για να μάθει να διαβάζει και να γράφει. Ήταν τσίφτης, γιατί ήξερε όλα τα κόλπα. Τα πιο πολλά είχαν να κάνουν με τα ζώα. Πώς να δέσεις κονσερβοκούτια στην ουρά της γάτας. Πώς να ρίξεις νέφτι στον πισινό της γάτας αλλά και του σκύλου. Πώς να κυνηγήσεις λαγούς. Και κοτσύφια. Και τσίχλες. Πώς να στήσεις δόκανα για αλεπούδες και ασβούς
.
.
Τώρα που έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, αναρωτιέται και αυτός πώς τα έκανε όλα αυτά. Έχει τύψεις. Τώρα έχουν μια γάτα, που την προσέχουν καλύτερα κι από παιδί. Δεν απόκτησαν παιδί. Τη γάτα τη λένε Τατιάνα. Κοιτάει καμιά φορά τη γάτα στα μάτια, κι αναρωτιέται αν αυτή γνωρίζει το παρελθόν του. Τόσα λένε για τα ζώα, για την έκτη αίσθηση που διαθέτουν. Μπορεί να ξέρει η γάτα. Αλλά μάλλον τον έχει συγχωρέσει, γιατί όλο πάνω του τρίβεται και νιαουρίζει.
.
.
Πάνος Τσίρος, Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα (Το μάτι της Ελένης), σελ. 15, 16, 17, 18, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2007
Πίνακες: Elena Shlegel