RSS
Image

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

09 Jan

andrew

Η κυρία Χέντγεν, εξακολουθώντας να νιώθει θυμό, ανέβηκε στη μεγάλη κάμαρα για να φέρει λουκάνικα για το βραδινό φαγητό, κι επειδή ο θυμός σε κάνει απρόσεχτο, κλώτσησε τα καρύδια, που κύλησαν με εκνευριστικά δυνατό θόρυβο μπρος από τα πόδια της. Κι όταν, σαν να μην έφτανε αυτό, πάτησε κι ένα, ο θυμός της έγινε ακόμα πιο έντονος. Για να μην πάνε όμως τελείως χαμένα, βάλθηκε να καθαρίζει προσεκτικά την ψίχα από τα σπασμένα τσόφλια· έβαζε στο στόμα της τα άσπρα κομμάτια και σκουροκίτρινη πικρή τους πέτσα, και κάθε τόσο φώναζε για να ακούσει η παραμαγείρισσα: τελικά το τσουλάκι την άκουσε και ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά, μόλις όμως μπήκε μέσα στην κάμαρα, την υποδέχτηκε ένας χείμαρρος από βρισιές: βεβαίως, όποιος κορτάρει με τους αλήτες δεν μπορεί παρά να κλέβει και καρύδια, τα δυο πάνε μαζί, τα καρύδια τα είχε απλώσει κοντά στο παράθυρο και τώρα είχαν φτάσει ίσαμε την πόρτα – και φυσικά δεν είχαν πόδια να περπατάνε από μόνα τους: σήκωσε το χέρι έτοιμη να χτυπήσει τη μικρή, κι αυτή έσκυψε το κεφάλι και ύψωσε το μπράτσο της για να προφυλαχτεί, όμως καθώς εκείνη τη στιγμή ένα τσόφλι κόλλησε στα δόντια της, η κύρια Χέντγεν αρκέστηκε να το φτύσει με σιχασιά. Μετά κατέβηκε στο μαγαζί, ακολουθούμενη από την κοπέλα που μυξόκλαιγε.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ.17, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

 

Tags: ,

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

 
%d bloggers like this: