Ο Άλεξ έθαψε το γιο του συνοδεία λίγων αλλά συντετριμμένων συγγενών, καταχωρήσεων στον Τύπο, Τρίτης ημέρας και οσίου (είχε προηγηθεί η νεκροψία), βραχνού ηλίου και βροχόπτωσης εγκύου· λιτών συλλυπητήριων εκφράσεων, ασπρόμαυρων υφάνσεων, καλλίφωνων ψαλτάδων, βουβής νεκρολογίας, λευκών σχολίων και διακόσμου· μιας γάτας, μιας πλερέζας, ενός μπεκρή ζητιάνου, βηματισμού αξιοπρεπούς, ιδρώτα κρύου και πένθους κραυγαλέου. Χωρίς κανένα δισταγμό, επέλεξε τον ακριβότερο αποχαιρετισμό που τα γραφεία τελετών προτείνουνε στους έχοντες. Ο τάφος αγοράστηκε, δόθηκαν οδηγίες για όνυχα και δωρικές κολόνες και καντηλέρια από ασήμι – η προτομή του γιου θα ήταν έργο γλύπτη απ’ την Αγγλία. Ο θρήνος και τα στέφανα που αναλογούσαν στο μονογενή προσφέρθηκαν με αβρότητα. Με εκκωφαντική επισημότητα αποδόθηκε ο τελευταίος ασπασμός στο εύοσμο κουφάρι με το γουλί κρανίο και το μεταξωτό κουστούμι, το λευκό.
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2011
Φωτό: Yohann Fournier (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
vequinox
10/01/2016 at 01:44
Reblogged this on Manolis.