RSS

Category Archives: Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ

Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ, Το μάτι

Γιατί εκείνη ήταν τόσο θελκτική, τόσο μαγικά γοητευτική, και δάκρυα μου ’φερνε στα μάτια, μια νύχτα θρήνων και οδυρμών και κλάματος αρμυρού, ακόμα και η παραμικρή σκέψη μου γι’ αυτήν. Το χνουδάτο της πρόσωπο, τα μυωπικά της μάτια, τα τρυφερά άβαφα χείλη της, τα λίγο πρησμένα και σκασμένα από το κρύο, που το χρώμα τους έμοιαζε να ρέει στις άκρες τους, για να χαθεί, να γίνει ένα πυρετώδες ροζ που έμοιαζε τόσο πολύ ν’ αποζητά το βάλσαμο ενός φιλήματος τρυφερού∙ α, κι εκείνα τα κοντά λαμπερά φορέματά της∙ τα ευμεγέθη γόνατά της, που τα ’σφιγγε το ένα με το άλλο, ανυπόφορα πολύ, σαν έπαιζε σκατ μαζί μας, γέρνοντας το μετάξινο μελαχρινό κεφάλι της πάνω από τα τραπουλόχαρτα∙ και τα χέρια της, εφηβικά, ιδρωμένα και λιγάκι τραχιά, χέρια που θα λαχταρούσες ν’ αγγίξεις και να φιλήσεις – ναι, όλα σ’ αυτήν, ήταν μαρτυρικά, ήταν αγιάτρευτα λαχταριστά, και μονάχα στα όνειρά μου, τα με δάκρυα μουσκεμένα, κατάφερνα τελικά να την αγκαλιάσω, και να νιώσω στα χείλη μου τον αυχένα της και το βαθούλωμα κοντά στην κλείδα της.

Αλλά εκείνη, ακόμα και στον ύπνο μου, χανόταν, και εγώ ξυπνούσα, σπαρταρώντας ακόμα. Τι μ’ ένοιαζε αν ήταν ανόητη ή έξυπνη, ή πώς πέρασε τα παιδικά της χρόνια, ή ποια ήταν τα βιβλία που διάβαζε, ή τι φρονούσε για το σύμπαν; Στ΄ αλήθεια, τίποτα δεν ήξερα γι’ αυτήν, τυφλωμένος καθώς ήμουν από εκείνη τη φλεγόμενη ομορφιά που αντικαθιστά τα πάντα, που τα πάντα δικαιολογεί, και που, αντίθετα με μιαν ανθρώπινη ψυχή (συχνά προσεγγίσιμη και αποκτήσιμη), δεν μπορεί, με κανέναν τρόπο, να γίνει δική σου, να περιέλθει ποτέ στην ιδιοκτησία σου, όπως ακριβώς κανένας δεν μπορεί να συμπεριλάβει ποτέ στα υπάρχοντά του τα ξέφτια από τα σύννεφα ενός ηλιοβασιλέματος, πάνω απ’ τα σκοτεινιασμένα οικήματα, ή την ευωδιά ενός ανθού που μπορείς ατελεύτητα ν’ απολαμβάνεις, με τεντωμένα ρουθούνια, μα μυρίζεις αδιάκοπα ώσπου να ζαλιστείς, αλλά που δεν μπορείς, δεν θα μπορέσεις ποτέ, αυτήν την ευωδιά, απ’ τη στεφάνη ν’ αποσπάσεις.

Μια φορά, τα Χριστούγεννα, πριν από μια χοροεσπερίδα, στην οποία θα πήγαιναν όλοι τους χωρίς εμένα, κοίταξα φευγαλέα, σε μια λωρίδα του καθρέφτη, όπως φαινόταν από μια μισάνοιχτη πόρτα, την αδερφή της να πουδράρει τους γυμνούς ώμους της Βάνιας∙ μιαν άλλη φορά, πρόσεξα έναν λεπτεπίλεπτο στηθόδεσμο στο μπάνιο. Για μένα, αυτά ήταν εξουθενωτικά περιστατικά, που είχαν μιαν εξαίσια αλλά αποστραγγιστική επίδραση στα ενύπνιά μου, μολονότι σε κανένα απ’ αυτά δεν προχώρησα περισσότερο από ένα απελπισμένο φιλί (εγώ, πάντως, ακόμα δεν ξέρω γιατί πάντα έκλαιγα κάθε που συναντιόμασταν στα όνειρά μου). Εκείνο, άλλωστε, που χρειαζόμουν από τη Βάνια δεν θα μπορούσα ποτέ να το πάρω για δικιά μου, ατέρμονη, χρήση και κτήση, όπως ακριβώς δεν μπορείς να κατέχεις το χρώμα του σύννεφου ή το άρωμα του λουλουδιού. Μονάχα σαν συνειδητοποίησα, τελικά, πως ο πόθος μου ήταν καταδικασμένος να μείνει ανεκπλήρωτος, και πως η Βάνια δεν ήταν παρά ένα κύημα της φαντασίας μου, κατάφερα να γαληνέψω και να συμφιλιωθώ με την έξαψη μου, από την οποία είχα, άλλωστε, αποσπάσει όλη τη γλυκύτητα που ένας άνδρας μπορεί, ενδεχομένως, ν’ αποσπάσει απ’ τον έρωτα. (…) Kαι μετά, θα έρθει μια μέρα που το τελευταίο πρόσωπο που θα με θυμάται, θα πεθάνει. Έμβρυο σε αντίστροφη κίνηση, η εικόνα μου θα ζαρώσει κι αυτή, θα συρρικνωθεί και θα πεθάνει μέσα στον τελευταίο μάρτυρα του εγκλήματος που διέπραξα απλώς και μόνον με το γεγονός ότι υπήρχα και ζούσα. Ίσως, μια τυχαία ιστορία, ένα απλό ανέκδοτο όπου θα εμφανίζομαι κι εγώ, να περάσει από το μάρτυρα αυτόν στο γιο ή στον εγγονό του, και έτσι το όνομα και το φάντασμά μου να συνεχίσουν να εμφανίζονται φευγαλέα εδώ κι εκεί, για κάμποσο καιρό ακόμα. Και ύστερα, θά ’ρθει το οριστικό τέλος.

Παρ’ όλα αυτά, είμαι ευτυχισμένος. Ναι, ευτυχισμένος. Τ’ ορκίζομαι. Ορκίζομαι ότι είμαι ευτυχισμένος. Συνειδητοποίησα πως η μόνη ευτυχία στον κόσμο είναι το να παρατηρείς, να κατασκοπεύεις, να παρακολουθείς, να περιεργάζεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους, να μην είσαι παρά ένας οφθαλμός, ένα μεγάλο, κάπως υαλώδες, κάπως κόκκινο και ερεθισμένο, ορθάνοιχτο μάτι.Το ορκίζομαι, αυτό είναι η ευτυχία. Τι σημασία έχει αν είμαι λιγάκι φτηνός, λιγάκι τρελός, κι αν κανένας δεν εκτιμά όλα τα αξιόλογα στοιχεία μου – τη φαντασία μου, την πολυμάθειά μου, τα λογοτεχνικά μου χαρίσματα… Είμαι ευτυχισμένος εγώ, και μπορώ ν’ ατενίζω τον εαυτό μου, γιατί κάθε άνδρας παρουσιάζει ενδιαφέρον! O κόσμος, όσο κι αν πασχίζει, δεν μπορεί να με προσβάλει. Είμαι άτρωτος. Και τι με νοιάζει αν εκείνη παντρεύεται κάποιον άλλον; Κάθε νύχτα, ονειρεύομαι τα φορέματά της και τα άλλα της ρούχα σε μιαν ατελεύτητη απλώστρα ευδαιμονίας μέσα σ’ έναν ακόπαστο άνεμο κατοχής, κι ο σύζυγός της ποτέ του δεν θα μάθει τι κάνω με τα μετάξια και τα χνούδια αυτής της μαγεύτρας που χορεύει. Αυτό είναι το μέγιστο, το υπέρτατο κατόρθωμα του έρωτος. Είμαι ευτυχισμένος – ναι, ευτυχισμένος! Τι άλλο να κάνω για να τ’ αποδείξω; Tι άλλο μπορώ να κάνω; Πώς να το διακηρύξω ότι είμαι ευτυχισμένος; Ω, να το φωνάξω, να το ουρλιάξω έτσι που να με πιστέψετε όλοι σας στο τέλος, όλοι εσείς οι σκληροί, όλοι εσείς οι αυτάρεσκοι… 

Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ, Το μάτι, σελ. 98-100 και 140-141, μτφρ.: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Εκδόσεις Ερατώ, 1993

Πίνακες: Pascale Pratte

.

.